- Αθήνα
- Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην ευρύτερη περιοχή της Α. περιλαμβάνονται και οι νομαρχίες Αθηνών και Πειραιώς, οι οποίες συναποτελούν το πολεοδομικό συγκρότημα του λεκανοπεδίου. Η νομαρχία Αθηνών, που περιλαμβάνει 45 δήμους και 3 κοινότητες, κατά την απογραφή του 2001 είχε πληθυσμό 2.657.524 κατ. Ο δήμος Αθηναίων, κατά την απογραφή του ίδιου έτους, είχε πληθυσμό 736.406 κατ. (348.250 άντρες και 388.156 γυναίκες) και καταλαμβάνει έκταση 39 τ. χλμ.
Επίνειο της Α. και μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας είναι ο Πειραιάς.
Το λεκανοπέδιο της Α., εκτός από την προς τη θάλασσα πλευρά του, κλείνεται παντού από βουνά, που αφήνουν μόνο ορισμένες στενές διόδους, ενώ μια σειρά μικροί λόφοι το χωρίζουν σε δύο άνισα τμήματα. Τα όρη που το περιβάλλουν είναι: Αιγάλεω (476 μ.), Πάρνηθα (1.410 μ.), Πεντέλη (1.108 μ.), Υμηττός (1.027 μ.). Οι λόφοι που το χωρίζουν είναι: Τουρκοβούνια (338 μ.), Λυκαβηττός (277 μ.), Στρέφη (163 μ.), Αγοραίος Κολωνός (Θησείο, 68 μ.), Άρειος Πάγος (115 μ.), Ακρόπολη (156 μ.), Νυμφών (105 μ.), Πνύκα (109 μ.), Φιλοπάππου (147 μ.), Αρδηττός (133 μ.) και της Σικελίας (79 μ.). Το φυσικό έδαφος της Α. αποτελείται από αργιλικούς σχιστόλιθους, την κοινή κιμωλία· οι επιχώσεις αιώνων όμως, φυσικές ή τεχνητές, το έχουν καλύψει με αλλεπάλληλα στρώματα βάθους γενικά 1-2 μ. Οι μεγαλύτερες επιχώσεις έχουν γίνει στα βόρεια της Ακρόπολης (Δίπυλο 8 μ., αρχαία Αγορά 3-6 μ.), ενώ στην περιοχή της Βουλής και στο Ζάππειο το φυσικό έδαφος βρίσκεται σχεδόν στην επιφάνεια. Οι δύο μικροί ποταμοί που διέσχιζαν την Αθήνα, ο Κηφισός και ο Ιλισός, έχουν σχεδόν καλυφθεί· την ίδια τύχη είχε, πιθανότατα κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και ο τρίτος ποταμός του λεκανοπεδίου, ο Ηριδανός, που οι πηγές του φαίνεται ότι βρίσκονταν στους πρόποδες του Λυκαβηττού (η κοίτη του βρέθηκε το 2001-2002 κατά την κατασκευή του Μετρό).
Η Αθήνα έχει εύκρατο το κλίμα, με υψηλή ηλιοφάνεια και χαμηλή υγρασία, που χαρακτηρίζεται ως ένα από τα καλύτερα του κόσμου. Γενικά, οι ηλιόλουστες ημέρες αποτελούν συνηθισμένο φαινόμενο για την Α., ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, οπότε οι βροχές σπανίζουν. Ωστόσο, ακόμα και κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι βροχές είναι λίγες και δεν διαρκούν πολύ, συγκριτικά με την υπόλοιπη χώρα. Η ατμοσφαιρική ρύπανση, όμως, που ταλαιπωρεί την Α. και διογκώνεται ολοένα και περισσότερο, αντισταθμίζει τις ευεργετικές επιδράσεις του υγιεινού κλίματός της. Ως συνέπεια της αυξημένης ατμοσφαιρικής ρύπανσης, τα τελευταία χρόνια έχει εμφανιστεί το φωτοχημικό νέφος –γνωστό απλά ως νέφος– που η πολιτεία προσπαθεί να αντιμετωπίσει με διάφορους τρόπους. Το πρόβλημα αυτό αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, οπότε οι ρύποι παγιδεύονται στο λεκανοπέδιο εξαιτίας της θαλάσσιας αύρας η οποία δεν επιτρέπει τη διασπορά τους.
Η Α., χάρη στα μοναδικά φυσικά και αισθητικά της πλεονεκτήματα, το πλούσιο και ένδοξο παρελθόν της, τα μουσεία και τα μνημεία της, κατάλοιπα ενός από τους μεγαλύτερους πολιτισμούς της ανθρωπότητας, και με εβδομήντα σχεδόν αιώνες ιστορίας, αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο σημαντικά τουριστικά κέντρα του κόσμου.
Εξέλιξη της πόλης και μνημεία. Τα αρχαιολογικά ευρήματα μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της Α. γύρω από την έκτη χιλιετία. Οι πρώτοι κάτοικοι, που η παράδοση τους ονομάζει Πελασγούς, ήταν εγκατεστημένοι στις σπηλιές του βράχου της Ακρόπολης και σε ώρες κινδύνου κατέφευγαν στην κορυφή του. Από τότε υπάρχει συνεχής κατοίκηση. Ο συνοικισμός αναπτύσσεται, κατά την πρωτοελλαδική περίοδο, που φτάνει έως περίπου το 2000 π.Χ. (τα χρόνια αυτά πρέπει να χρησιμοποιήθηκε και το όνομα Αθήναι, που είναι προελληνικό και ενδεικτικό, ακριβώς, της ύπαρξης πολλών συνοικισμών) και εξακολουθεί να είναι το σημαντικότερο πόλισμα της Αττικής στη μεσοελλαδική περίοδο (2000-1600 π.Χ.). Αλλά η πραγματική ιστορία της Α. ως πόλης και έδρας ενός ισχυρού ηγεμόνα αρχίζει από τα μυκηναϊκά χρόνια (1600 π.Χ. και ύστερα). Κέντρο είναι πάντα η Ακρόπολη, που η κορυφή της είναι ασφαλισμένη με τείχος· εκεί βρίσκονται τα σημαντικότερα οικοδομήματα: το ανάκτορο του βασιλιά, αλλά και σπίτια. Η ζωή όμως, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα (λίγα λείψανα μυκηναϊκών σπιτιών στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης και πολλοί μυκηναϊκοί τάφοι σε όλη την περιοχή της Αγοράς) εκτείνεται και γύρω και κάτω από την Ακρόπολη: στην Πνύκα, στην Αγορά, στον λόφο του Αγοραίου Κολωνού (το σημερινό Θησείο), έως τον Κεραμεικό. Η εξάπλωση της μυκηναϊκής πόλης γίνεται προς Β αλλά και προς Ν, όπως βεβαιώνεται από τον Θουκυδίδη καθώς και από τις ανασκαφικές έρευνες, έως τον Ιλισό. Πρόβλημα των κατοίκων φαίνεται πως ήταν και τότε η ύδρευση· γι’ αυτό αναζητούν πηγές μέσα στον βράχο και βρίσκουν τρεις: μία στους νότιους πρόποδες του βράχου, μία στη δυτική πλευρά, την Εμπεδώ, που στα κλασικά χρόνια ονομάστηκε Κλεψύδρα, και μία στη βόρεια πλευρά, κάτω από το Ερέχθειο, στο σπήλαιο της Αγλαύρου. Για να φτάσουν εκεί κατασκευάζουν μια υπόγεια λίθινη κλίμακα, που θεωρείται ίσως το πρώτο έργο ύδρευσης της πόλης και το υποβλητικότερο της μυκηναϊκής εποχής της Α. Η κρήνη και η οχύρωση της Ακρόπολης γίνονται πριν από τη λεγόμενη κάθοδο των Δωριέων. Γύρω στο 1200 (τέλη της υστεροελλαδικής ΙΙΙβ εποχής), όταν σε όλες τις μυκηναϊκές ακροπόλεις της Ελλάδας παρουσιάζονται ενδείξεις κάποιας καταστροφής, που αποδίδεται συνήθως στους Δωριείς στην υπόλοιπη Ελλάδα, παρατηρείται και στην Α. (που δεν κατακτήθηκε σύμφωνα με την αθηναϊκή παράδοση ποτέ από Δωριείς), μια σημαντική μεταβολή: η Ακρόπολη παύει να είναι το οχυρωμένο φρούριο του βασιλιά, δεν έχουμε όμως ενδείξεις πότε ακριβώς μετατρέπεται σε ιερό χώρο της πόλης, όπου θα συγκεντρωθούν τα πιο ιερά και σημαντικά μνημεία. Τα διοικητικά κτίρια και οι ιδιωτικές κατοικίες θα απλωθούν γύρω από την Ακρόπολη. Είναι σίγουρο πλέον σήμερα ότι οι διάφορες θρησκευτικές λατρείες της ιστορικής περιόδου έχουν την αρχή τους στις θρησκευτικές λατρείες, που γίνονταν μέσα στα βασιλικά ανάκτορα, από τους μυκηναϊκούς χρόνους. Αυτό συμβαίνει σε ολόκληρη την Ελλάδα και οπωσδήποτε ως φαινόμενο θα παρατηρήθηκε και στην ίδια την Α. Στην περίοδο που ακολουθεί και η οποία καλύπτει 400 χρόνια περίπου (1100-700) η εικόνα της Α. δεν είναι σαφής, γιατί δεν υπάρχουν οικοδομικά λείψανα· οι πολυάριθμοι τάφοι όμως –σε όλη σχεδόν την έκταση της Αγοράς και του Δίπυλου, όπου τελικά αναπτύχθηκε το μεγάλο νεκροταφείο της πόλης, ο Κεραμεικός– με τα πλούσια δείγματα κεραμικής τόσο των πρωτογεωμετρικών (1050-900) όσο και των γεωμετρικών (900-700) χρόνων, μαρτυρούν ότι ούτε η πόλη είχε παρακμάσει ούτε ο πληθυσμός ελαττώθηκε. Αντίθετα οι πλούσιοι γεωμετρικοί τάφοι και τα μνημειώδη επιτύμβια αγγεία της εποχής είναι ενδεικτικά της καλλιτεχνικής άνθησης και υλική ευμάρειας, ιδίως προς το τέλος της περιόδου.
Άφθονα γίνονται τααρχαιολογικά τεκμήρια από τα τέλη του 7ου αι., τόσο για την πολεοδομική όσο και για την καλλιτεχνική ανάπτυξη της Α. Η πόλη, το Άστυ, μεγαλώνει και επεκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, ιδιαίτερα προς τη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης, στην οποία χτίζονται ύστερα από τις αρχές του 6ου αι. οι πρώτοι πώρινοι ναοί (ο πρωταρχικός Παρθενώνας κ.ά.), καθώς και άλλα μικρότερα κτίρια ιερού χαρακτήρα (ορισμένα από τα γλυπτά των αετωμάτων τους αποκαλύφθηκαν στις ανασκαφές και φιλοξενούνται σήμερα στο μουσείο του Ιερού Βράχου). Τότε, σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες, αποκτά η Ακρόπολη την τροχοειδή μορφή της. Μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι γύρω στον 6ο αι. χτίστηκε και το πρώτο τείχος που προστάτευε ολόκληρη την πόλη, αν και δεν σώθηκαν λείψανά του, καθώς και τα πρώτα Προπύλαια στην Ακρόπολη, στη θέση της μυκηναϊκής εισόδου. Η Αγορά, που σύμφωνα με την παράδοση βρισκόταν στο βορειοδυτικό άκρο της Ακρόπολης από την εποχή του Θησέα, μετατοπίζεται τον καιρό του Σόλωνα προς τα βορειοδυτικά, στον γνωστό μας σήμερα χώρο της αρχαίας Αγοράς. Τα νεκροταφεία βγαίνουν έξω από τα τείχη της πόλης, κυρίως στο Δίπυλο ή Έξω Κεραμεικό, αλλά και σε άλλες εκτός των τειχών θέσεις. Στην Αγορά, κέντρο της ζωής, συνέρχεται η Εκκλησία του Δήμου (στην Πνύκα θα μεταφερθεί από την εποχή του Κλεισθένη, 508 π.Χ.), τελούνται αγώνες και γίνονται γιορτές. Στη δυτική πλευρά της, με τον καιρό θα ιδρυθούν το Πρυτανείο, το Βουλευτήριο, το Μητρώο, ο ναός του Απόλλωνα Πατρώου, ο ναός του Δία, η Ηλιαία, το ονομαστό δικαστήριο της πόλης, και επίσης η Εννεάκρουνος, η φημισμένη κρήνη, και ο βωμός των Δώδεκα θεών, στη ΒΔ είσοδο, που αποτελούσε την αφετηρία των οδικών μετρήσεων. Η ζωή όμως δεν περιορίζεται ούτε μόνο σε αυτά τα σημεία ούτε στην περιτειχισμένη περιοχή. Πολλά ιερά βρίσκονται έξω από τα τείχη, δίπλα στον Ιλισό (Ολυμπιείο, Πύθιο, Γης, Ηρακλή, Μητρώον εν Άγραις, Άρτεμης, Αφροδίτης εν Κήποις). Από τον Πεισίστρατο αρχίζει η ανοικοδόμηση του μεγαλοπρεπέστερου ναού τωνΑ., του ναού του Ολυμπίου Διός, που έμελλε να τον ολοκληρώσει ύστερα από περίπου 600 χρόνια ο Αδριανός. Αυτή την περίοδο ιδρύονται και τα τρία γυμνάσια της Α. σε αρκετή απόσταση από την πόλη: του Κυνοσάργους, του Λυκείου και της Ακαδημίας. Το κύριο νεκροταφείο είναι τώρα πια του Κεραμεικού ή Δίπυλου, που στις πλευρές των κυρίων δρόμων του κατασκευάζονται πλούσιοι τάφοι με έξοχα γλυπτά, αγάλματα και ανάγλυφες στήλες. Στην Ακρόπολη χτίζεται γύρω στο 520 π.Χ. ο αρχαίος ναός της Αθηνάς, που ήταν ολομάρμαρος. Στο ένα του αέτωμα εικονιζόταν η Γιγαντομαχία (ό,τι διατηρήθηκε από αυτήν βρίσκεται σε αίθουσα του μουσείου της Ακρόπολης).
Κάθε οικοδομική δραστηριότητα σταματάει στην περίοδο των Περσικών πολέμων (490-479 π.Χ.). Ύστερα από τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) αρχίζει να κατασκευάζεται στην Ακρόπολη ο πρώτος μαρμάρινος Παρθενώνας. Όταν όμως πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας εισβάλλουν οι Πέρσες στην πόλη, καταστρέφουν τα πάντα: τείχη, ιερά, ακόμη και τα επιτύμβια μνημεία. Ύστερα από την οριστική νίκη (μάχη των Πλαταιών, 479 π.Χ.), η πρώτη φροντίδα του Θεμιστοκλή ήταν να τειχίσει την πόλη. Χρησιμοποιώντας κάθε διαθέσιμη πέτρα, αρχιτεκτονικά κομμάτια των γκρεμισμένων κτιρίων, επιτύμβιες στήλες, ακόμη και αγάλματα, κατόρθωσε να υψώσει μέσα σε έναν χρόνο, σε πολύ μεγαλύτερη από πριν έκταση, το τείχος που είναι γνωστό με το όνομά του. Συγχρόνως φρόντισε για την οχύρωση του Πειραιά, που την ολοκλήρωσε λίγο αργότερα ο Κίμων κατασκευάζοντας τα Μακρά Τείχη που εξασφάλιζαν την επικοινωνία της πόλης με τα λιμάνια του Πειραιά και του Φαλήρου σε περίπτωση πολέμου. Μετά την οχύρωση, οι Αθηναίοι φρόντισαν για την ανοικοδόμηση των ιερών τους. Στην Ακρόπολη επισκευάζεται ο ναός της Πολιάδας Αθηνάς, για να στεγάσει προσωρινά το διιπετές ξόανο της θεάς. Από τα μέσα του 5ου αι. αρχίζει η αναμόρφωση του χώρου της Ακρόπολης. Πρώτα χτίζεται ο Παρθενώνας, ύστερα το Ερέχθειο, νέα λαμπρά Προπύλαια υψώνονται στη δυτική πλευρά και επάνω στον μυκηναϊκό πύργο ιδρύεται ο κομψός ναός της Αθηνάς Νίκης. Δυτικά του Παρθενώνα χτίζεται η Χαλκοθήκη, διαμορφώνεται το ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος, ενώ βωμοί και αναθήματα καλύπτουν όλη την έκταση του ιερού βράχου. Στη νότια πλευρά χτίζεται το Ωδείο του Περικλή, αρχίζει η οικοδόμηση του Διονυσιακού θεάτρου δίπλα στον μικρό ναό του Διονύσου και ιδρύεται το πρώτο ιερό του Ασκληπιού και της Υγείας. Ωστόσο, οικοδομική δραστηριότητα σημειώνεται και στον χώρο της Αγοράς. Τότε οικοδομείται η Θόλος (465 π.Χ.) και η Ποικίλη Στοά. Στον λόφο του Αγοραίου Κολωνού αρχίζει (449 π.Χ.) το χτίσιμο του ναού του Ηφαίστου (το σημερινό Θησείο). Ενώ στα χρόνια του Περικλή η οικοδομική δραστηριότητα εντοπίζεται στην Ακρόπολη, στα τελευταία 3Ο χρόνια του 5ου αι. μια σειρά από νέα οικοδομήματα δίνουν τον οριστικό σχεδόν χαρακτήρα στη χωροταξική διάρθρωση της Αγοράς: η Στοά του Δία, το νέο Βουλευτήριο, το μνημείο των Επωνύμων ηρώων, η Νότια Στοά με τα δωμάτια-εστιατόρια, η Νοτιοδυτική κρήνη, το Νομισματοκοπείο. Τέλος, επισκευάζεται στο Ελευσίνιο ο ναός της Δήμητρας και Κόρης, που τον είχαν καταστρέψει οι Πέρσες, και διαρρυθμίζεται η Πνύκα για την Εκκλησία του Δήμου. Γύρω από την Ακρόπολη και την Αγορά εκτείνονται οι ιδιωτικές κατοικίες. Τα ερείπια των σπιτιών του 5ου αι. είναι άφθονα και σε συνδυασμό με τις φιλολογικές μαρτυρίες, μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε πολύ καθαρή εικόνα και της αρχαίας οικίας και της Α. των κλασικών χρόνων. Η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή φαίνεται πως ήταν τα υψώματα της Πνύκας, ανάμεσα στους λόφους του Μουσείου (σήμερα λόφος Φιλοπάππου) και των Νυμφών (όπου σήμερα βρίσκεται το Αστεροσκοπείο). Από τα ευρήματα μαθαίνουμε ότι το κλασικό σπίτι αποτελείται από μια ορθογώνια αυλή, γύρω από την οποία βρίσκονται τα δωμάτια. Το σχήμα και η έκταση του κάθε σπιτιού διαφέρουν, ανάλογα με το σχήμα του οικοπέδου, συνήθως μικρό και ακανόνιστο, και την οικονομική δυνατότητα του ιδιοκτήτη (από τα δύο καλύτερα διατηρημένα σπίτια δυτικά του Αρείου Πάγου το ένα έχει δέκα δωμάτια και το άλλο τέσσερα). Πολλές κατοικίες φαίνεται πως είχαν και δεύτερο πάτωμα. Το κτίσμα καταλαμβάνει ολόκληρη την επιφάνεια του οικοπέδου, εκτός από την αυλή· άλλος ελεύθερος χώρος δεν μένει. Η κατασκευή των σπιτιών είναι απλή· το χαμηλότερο μέρος των τοίχων χτίζεται με μικρές πέτρες και πηλό· το ψηλότερο με πλίθους. Τα δάπεδα είναι στρωμένα με πρασινωπή άργιλο, εκτός από τον ανδρώνα και ίσως και άλλα δωμάτια, που καλύπτονται με ισχυρό κονίαμα ή και με ψηφιδωτά.Οι τοίχοι επιχρίονται με ωραία μαρμαροκονία. Η στέγη των σπιτιών είναι ξύλινη με πήλινα κεραμίδια. Σε πολλές κατοικίες ένα τουλάχιστον δωμάτιο έχει πόρτα προς τον δρόμο και χρησιμοποιείται ως εργαστήριο ή κατάστημα. Στις μικρές συνοικίες μέσα στην πόλη οι δρόμοι είναι στενοί και ακανόνιστοι, με πλάτος έως 2,60 μ. Η κεντρική αρτηρία, που ένωνε την Αγορά με την Ακρόπολη, είχε πλάτος 3,20-4,50 μ., ενώ των άλλων δρόμων (με εξαίρεση τις πομπικές οδούς των Παναθηναίων, που το πλάτος τους φτάνει τα 10 μ., και των Τριπόδων) το πλάτος δεν ξεπερνούσε τα 2,40 μέτρα. Έξω από την πόλη χτίζονται ωραίες επαύλεις, με κήπους, χωρίς όμως φανταχτερά στοιχεία και υπερβολικές πολυτέλειες. Η αντίθεση ανάμεσα στη μεγαλοπρέπεια των ναών και των δημόσιων κτιρίων και στην εικόνα των περισσότερων ιδιωτικών κατοικιών είναι τεράστια. Κατά τους υπολογισμούς του Ι.Δ. Τραυλού (Η πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών, 1960), τα ιδιωτικά σπίτια την περίοδο αυτή είναι 6.000 και οι κάτοικοι 36.000, ενώ η περιτειχισμένη πόλη είχε έκταση 2,15 τ. χλμ. Λίγα φαίνεται πως ήταν και τα άλση και γενικά το πράσινο μέσα στην πόλη· αυτό εξηγείται βέβαια από τη λειψυδρία, που ταλαιπωρούσε την Α.
Στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. η οικοδομική δραστηριότητα της Α. δεν παρουσιάζει την ίδια άνθηση. Είναι πολλές οι αιτίες, κυρίως η οικονομική δυσπραγία μετά το άτυχο τέλος του Πελοποννησιακού πόλεμου. Ωστόσο, με περσικά χρήματα, στην πρώτη δεκαετία του αιώνα αυτού, ο Κόνων κατασκευάζει την πιο αξιόλογη από οικοδομική άποψη οχύρωση της πόλης (τείχος Κόνωνος). Τότε κατασκευάζεται στον Κεραμεικό το Πομπείον, ένα λαμπρό κτίριο, όπου προετοιμάζονται οι πομπές και φυλάσσονται τα ιερά σκεύη που χρησιμοποιούνται σε αυτές. Οι Αθηναίοι, μόλις ο Φίλιππος κυρίευσε και κατέστρεψε την Όλυνθο (348 π.Χ.), επισκευάζουν τα τείχη τους. Δέκα χρόνια αργότερα, όταν ο Φίλιππος θα φτάσει στη Χαιρώνεια και θα συντρίψει τους αντιπάλους του, οι Αθηναίοι θα καταβάλουν πάνδημη προσπάθεια, στην οποία θα πρωτοστατήσουν ο Λυκούργος και ο Δημοσθένης, να οχυρωθεί η πόλη όσο γίνεται καλύτερα. Την εποχή αυτή με πρωτοβουλία του Λυκούργου, πάνω σε νέο σχέδιο, που προέβλεπε πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από πριν, διαμορφώνεται ο χώρος της Πνύκας. Είχε προγραμματιστεί να κατασκευαστεί μεγάλη πλατεία πάνω στην ομαλή κορυφή του λόφου και να οικοδομηθούν σε αυτήν διάφορα κτίρια –ανάμεσά τους και δύο μεγάλες στοές για τις ανάγκες της Εκκλησίας του Δήμου. Το σχέδιο όμως αυτό δεν εκτελέστηκε σε όλες του τις λεπτομέρειες και δεν έγιναν οι στοές. Τότε ολοκληρώνεται το θέατρο του Διονύσου και κατασκευάζεται το Παναθηναϊκό Στάδιο. Δίπλα στο θέατρο χτίζεται ο νέος μεγαλύτερος ναός του Διονύσου και η μεγάλη διώροφη στοά στο γειτονικό ιερό του Ασκληπιού. Ακόμα διαρρυθμίζεται ο χώρος γύρω από το θέατρο για να στηθούν χορηγικά μνημεία, όπως του Νικία (320 π.Χ.) και του Θρασύλλου (319 π.Χ.), μολονότι η θέση αυτών των μνημείων ήταν στην οδό των Τριπόδων, που άρχιζε από το Πρυτανείο, ακολουθούσε τη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης και έφτανε μπροστά από το θέατρο. Την πορεία του δρόμου αυτού ορίζουν οι βάσεις των μνημείων που βρέθηκαν, ανάμεσα στα οποία το γνωστό μνημείο του Λυσικράτη (334 π.Χ., το λεγόμενο Φανάρι του Διογένη) που σώθηκε ακέραιο. Νέα οικοδομήματα χτίζονται και στην Αγορά (ιερό του Διός Φρατρίου και της Αθηνάς Φρατρίας, ο ναός του Απόλλωνα Πατρώου κ.ά.). Στο νεκροταφείο του Κεραμεικού κατασκευάζονται, σε ολόκληρη τη διαδρομή αυτού του αιώνα, πλήθος από νέες επιτύμβιες στήλες, και άλλα ταφικά μνημεία, έως το 317/6 π.Χ., όταν ο Δημήτριος ο Φαληρεύς απαγόρευσε το στήσιμο των πλούσιων αυτών μνημείων.
Ο 3ος αι. π.Χ. είναι μια δύσκολη περίοδος για την Α. Σχεδόν καμιά οικοδομική δραστηριότητα δεν παρουσιάζεται. Ο 2ος αι. π.Χ. όμως την πλουτίζει με μερικά νέα επιβλητικά κτίρια, χαρακτηριστικά του νέου κόσμου, που δημιουργείται έξω από τον παλαιό ελληνικό χώρο, από τους ελληνιστικούς βασιλείς: τις στοές, που αποτελούν δωρεές πλούσιων ηγεμόνων, οι οποίοι αγαπούν και θαυμάζουν την Α. και κολακεύονται να την προβάλλουν ως πνευματική τους μητέρα. Έτσι, ο βασιλιάς της Περγάμου Ευμένης ο Β’ (197-159 π.Χ.) χαρίζει στην πόλη τη Στοά που έχει το όνομά του και βρίσκεται στη νότια πλευρά της Ακρόπολης, ενώ ο αδελφός του Άτταλος ο Β’ (159-138 π.Χ.) κατασκευάζει την ομώνυμη Στοά στην ανατολική πλευρά της Αγοράς, σε αυτήν που, ανακατασκευασμένη σήμερα, χρησιμεύει για μουσείο των διαφόρων ευρημάτων που αποκάλυψαν οι ανασκαφές της αρχαίας Αγοράς. Δίπλα σε αυτούς και ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος ο Επιφανής (175-164 π.Χ.) αποφασίζει να πραγματοποιήσει ό,τι είχε ονειρευτεί ο Πεισίστρατος: στα θεμέλια του αρχαϊκού Ολυμπιείου ξεκινά την ανέγερση του νέου ναού του Ολυμπίου Διός, για να τον αφήσει όμως και αυτός ανολοκλήρωτο.
Η λαμπρότητα της Α., που συμπληρώνεται τώρα με τα νέα οικοδομήματα που χτίζονται στην Αγορά, θα διατηρηθεί έως το 86 π.Χ., όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας θα πολιορκήσει την πόλη, την οποία θα κυριεύσει (1η Μαρτίου 86 π.Χ.) και θα καταστρέψει «πνίγοντάς τη στο αίμα», όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά οι αρχαίες πηγές. Τα τείχη γκρεμίζονται, ενώ πολλά δημόσια ή ιερά κτίρια καταστρέφονται. Η πόλη δεν θα ξαναγνωρίσει πια την παλαιά της αίγλη. Στα 300 χρόνια όμως της ρωμαϊκής κυριαρχίας θα ζήσει περιόδους ευημερίας και θα γνωρίσει σημαντικές μεταβολές. Η Ακρόπολη μένει σχεδόν αμετάβλητη· μονάχα ανατολικά του Παρθενώνα υψώνεται προς τιμήν του Αυγούστου ένα κομψό κτίριο, ο κυκλικός ναός της Ρώμης και του Αυγούστου. Στη νότια πλευρά της όμως επισκευάζονται όσα οικοδομήματα είχαν καταστραφεί και υψώνονται νέα. Ο βασιλιάς της Καππαδοκίας Αριοβαρζάνης ξαναχτίζει τον 1ο αι. μ.Χ. το Ωδείο του Περικλή. Ο Νέρων κατασκευάζει το61 μ.Χ. νέα σκηνή για το Διονυσιακό θέατρο. Ο Ηρώδης ο Αττικός χτίζει, μετά τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ., το λαμπρό Ωδείο προς τιμήν της γυναίκας του Ρηγίλλης (Ηρώδειο), ανακαινίζει το Παναθηναϊκό Στάδιο και κατασκευάζει μπροστά από αυτό τρίτοξη γέφυρα στον Ιλισό. Πολύ περισσότερες είναι οι προσθήκες στην Αγορά. Στα χρόνια του Αυγούστου χτίζεται το Ωδείο του Αγρίππα και μεταφέρεται εκεί από τις Αχαρνές ο ναός του Άρη. Η νότια πλευρά της θα γεμίσει αργότερα με κάθε είδους εργαστήρια. Αλλά η αξιοσημείωτη μεταβολή στη διαμόρφωση της περιοχής είναι η δημιουργία της ρωμαϊκής Αγοράς, 10Ο μέτρα ανατολικά της Στοάς του Αττάλου, που την ολοκλήρωσε ο Καίσαρ. Στην Αγορά αυτή, ένα μεγάλο τετράπλευρο οικοδόμημα (112 χ 98 μ.), μεταφέρεται το εμπορικό τμήμα της αγοράς. Μπροστά από την Αγορά υψώνεται (έως σήμερα με την κοινή ονομασία Αέρηδες) το Ωρολόγιο του Ανδρόνικου Κυρρήστου (μέσα 1ου αι. π.Χ.). Περίπου το 100 μ.Χ. ο Πάνταινος ιδρύει στα νότια της Στοάς του Αττάλου μια δημόσια βιβλιοθήκη και ανάμεσα στα δύο κτίρια δημιουργείται μνημειακή είσοδος προς την Αγορά.
Από την εποχή που ο στρατηγός Σύλλας (86 π.Χ.) κατέστρεψε την Α., η πόλη δεν απέκτησε (αργότερα μόνο) νέο τείχος· γι’ αυτό και υπήρχε η ευχέρεια να αναπτυχθεί σε έκταση ελεύθερα. Μετά τον θάνατο του Σύρου Φιλοπάππου, εγγονού του Αντιόχου του Επιφανούς, που έζησε εξόριστος στην Α.,οιΑθηναίοι για να τιμήσουν τη μνήμη του χτίζουν ένα μεγαλοπρεπές μνημείο στην κορυφή του λόφου τον Μουσών, το γνωστό σήμερα Μνημείο του Φιλοπάππου.
Ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα για την Α. έδειξε ο αυτοκράτορας Αδριανός (117-138 μ.Χ.), που επέκτεινε την πόλη στους σημερινούς χώρους της πλατείας Συντάγματος, του Εθνικού Κήπου και του Ζαππείου (όπου οι πλούσιοι Αθηναίοι και οι Ρωμαίοι έχτισαν λαμπρότατες επαύλεις), κατασκεύασε μεγαλοπρεπή κτίρια, αποτελείωσε (132 μ.Χ.) τον ναό του Ολυμπίου Διός και άρχισε την κατασκευή του περίφημου υδραγωγείου. Ίδρυσε, ακόμη, το κοινό ιερό των θεών, το Πάνθεο, τη Βιβλιοθήκη και το ομώνυμό του Γυμνάσιο.Οι Αθηναίοι, τιμώντας το έργο του, έστησαν θριαμβική αψίδα, τη γνωστή Πύλη του Αδριανού (βλ. λ.).
Ανανεωμένη και πλουτισμένη με όλα αυτά τα οικοδομήματα θα ζήσει η Α. έως περίπου τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ., όταν τα γοτθικά φύλα αρχίζουν να κατεβαίνουν στον ελληνικό χώρο. Η τρομερή επιδρομή των Ερούλων το 267 μ.Χ., παρότι ο αυτοκράτορας Βαλεριανός είχε οχυρώσει ριζικά και πάλι την πόλη με το τείχος που έχει το όνομά του, δεν αναχαιτίζεται. Οι βάρβαροι κυριεύουν την Α. και την πυρπολούν. Μόνο, η Ακρόπολη γλίτωσε την καταστροφή καθώς επίσης και ορισμένα κτίρια, όπως η Βιβλιοθήκη του Αδριανού, το Ωρολόγιο του Ανδρόνικου Κυρρήστου, το Πάνθεο (βρέθηκαν τα ίχνη του στη σημερινή οδό Αδριανού), και στην Αγορά ο ναός του Ηφαίστου.
Η καταστροφή συμπίπτει με το τέλος του αρχαίου κόσμου. Οι επιδρομείς θα αφήσουν φεύγοντας έναν σωρό από ερείπια και ένα παχύ στρώμα στάχτη. Η πόλη δεν θα ξαναβρεί πια την παλαιά λαμπρότητα, θα εξακολουθήσει να είναι ένα φημισμένο πνευματικό κέντρο, αλλά οι νέες ιστορικές συνθήκες θα την τοποθετήσουν στην περιφέρεια της χριστιανικής αυτοκρατορίας, που θα απλωθεί με κέντρο την Κωνσταντινούπολη.
Μετά το τέλος του αρχαίου κόσμου. Η Α. μετά την επιδρομή των Ερούλων συρρικνώνεται. Επί εκατό χρόνια θα περιοριστεί σε μια μικρή έκταση (το 1/14 της παλαιάς) προς την Αγορά, κλεισμένη με το τείχος –το γνωστό σε μας σήμερα ως υστερορωμαϊκό– ενώ η Ακρόπολη θα μετατραπεί πάλι σε οχυρωμένο φρούριο. Η Α. αρχίζει να ακμάζει και πάλι από τα μέσα του 4ου αι., χάρη στις σχολές της. Στις αρχές του 5ου αι. έχει αποκτήσει ξανά την προηγούμενή της έκταση, κατασκευάζονται νέα οικοδομήματα, αλλά η νέα πόλη δεν έχει φυσικά σχέση με το παλαιό της μεγαλείο. Ένα γεγονός που επιδρά στη διαμόρφωσή της την εποχή αυτή είναι η επικράτηση του χριστιανισμού και η οικοδόμηση των πρώτων χριστιανικών ναών, ενώ συγχρόνως τα αυστηρά διατάγματα του ΘεοδοσίουΒ’ (437 μ.Χ.) επιβάλλουν τη μετατροπή των αρχαίων ναών σε χριστιανικές εκκλησίες. Ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο και η νότια πλευρά των Προπυλαίων γίνονται εκκλησίες μέσα στον 6ο αι. μ.Χ. Τα σπήλαια γύρω από την Ακρόπολη χρησιμοποιούνται ως τόποι λατρείας. Χριστιανικά κέντρα αναπτύσσονται στη νότια πλευρά της Ακρόπολης, κοντά στο θέατρο του Διονύσου. Επάνω από το Ωδείο Ηρώδου Αττικού και κάτω από τον Άρειο Πάγο χτίζονται άλλες εκκλησίες. Το Θησείο, το Ωρολόγιο του Κυρρήστου (οι Αέρηδες), το αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης του Αδριανού, μετατρέπονται σε εκκλησίες, ενώ άλλες χτίζονται στην περιοχή του Ολυμπιείου και σε διάφορα σημεία: κοντά στη σημερινή εκκλησία του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, και πιο μακριά, στην περιοχή γύρω από την Α., όπως στη Γλυφάδα, άλλη μεταξύ Καλαμακίου και Τραχώνων, στο Μαρκόπουλο, στην περιοχή της μεταγενέστερης μονής της Αγίας Τριάδας, στη Βραυρώνα, στην Καισαριανή, στο Δαφνί κ.ά. Η κατάργηση των φιλοσοφικών σχολών από τον Ιουστινιανό (529) επισφραγίζει το τέλος. Η Α. ξεπέφτει σε μια ασήμαντη πόλη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας όμως μεριμνά για την επισκευή των τειχών της, που θα την εξασφαλίσουν από τους κινδύνους των βαρβαρικών επιδρομών. Η ζωή περιορίζεται πάλι κυρίως γύρω αλλά και επάνω στην Ακρόπολη, το Κάστρο, όπως ονομάζεται τότε. Σχετική δραστηριότητα παρατηρείται στην οικοδόμηση και την επισκευή χριστιανικών ναών. Οι περισσότερες όμως εκκλησίες θα χτιστούν από τον 10ο έως τα μέσα του 12ου αι., οπότε υπολογίζεται ότι ξεπερνούσαν τις σαράντα. Από αυτές μερικές σώζονται σήμερα στην αρχική τους μορφή, με μικρές μόνο επισκευές ή προσθήκες: Σωτήρα Λυκοδήμου, δηλαδή η ρωσική εκκλησία της οδού Φιλελλήνων, που αποτελούσε παλαιότερα τον κεντρικό ναό μοναστηριού (παραχωρήθηκε το 1852 στους Ρώσους, οι οποίοι την αναστήλωσαν χτίζοντας και το καμπαναριό)· οι Άγιοι Απόστολοι, στον χώρο της αρχαίας Αγοράς (αναστηλώθηκαν το 1956) με την περίτεχνη τοιχοδομία· η Καπνικαρέα, στην οδό Ερμού, με έναν από τους ωραιότερους τρούλους των αθηναϊκών εκκλησιών και με παρεκκλήσιο, της Αγίας Βαρβάρας, στη βόρεια πλευρά της, στεγασμένο επίσης με τρούλο· οι Άγιοι Θεόδωροι, στην πλατεία Κλαυθμώνος, με στοιχεία αρχαϊκότερα από την Καπνικαρέα, αν και είναι της ίδιας εποχής· η Παναγία η Γοργοεπήκοος ή Άγιος Ελευθέριος, δίπλα στη Μητρόπολη, διακοσμημένος με αρχαία και βυζαντινά γλυπτά· οι Άγιοι Ασώματοι, η Αγία Αικατερίνη, ο Άγιος Ιωάννης ο θεολόγος. Οι υπόλοιπες εξαφανίστηκαν ή παραμορφώθηκαν εντελώς από μεταγενέστερες επισκευές και προσθήκες. Κατά την ίδια περίοδο η πόλη αναπτύσσεται. Οι δρόμοι της συμπίπτουν με τους αρχαίους, αν και είναι κάπως στενότεροι. Η οχύρωσή της ενισχύεται. Τουλάχιστον έως το τέλος του 12ου αι., οι μαρτυρίες την παρουσιάζουν ακμάζουσα και πολυάνθρωπη.
Η καταστροφή θα αρχίσει με τις επιδρομές των Σαρακηνών και θα ολοκληρωθεί όταν θα καταλάβουν την Α. οι Φράγκοι (1205), που θα μείνουν εντελώς ασυγκίνητοι από τα αρχαία μνημεία και θα αδιαφορήσουν απόλυτα για την πόλη. Για πρώτη φορά η Α. γνωρίζει πραγματική υποδούλωση. Επί 250 χρόνια μόνο καταστροφές και λεηλασίες αναφέρονται. Η ζωή των υπόδουλων Ελλήνων μεταφέρεται, τουλάχιστον η θρησκευτική, έξω από την Α., στην περιοχή της Αττικής, όπου επισκευάζονται, ανανεώνονται ή χτίζονται εξαρχής πολλές απλές αλλά κατάγραφες εκκλησίες. Η πόλη συρρικνώνεται πάλι σε μια μικρή έκταση γύρω από την Ακρόπολη. Ένας περιηγητής του 1395 αναφέρει ότι η πόλη είχε 1.000 σπίτια. Κάποια οικοδομική δραστηριότητα παρατηρείται μόνο στα οχυρωματικά έργα (τότε χτίστηκε στη δεξιά πτέρυγα των Προπυλαίων της Ακρόπολης ο φράγκικος πύργος, που γκρεμίστηκε το 1875). Επισκευάστηκαν επίσης ή χτίστηκαν εκκλησίες, όταν ο Νέριο Α’ Ατσαγιόλι (1387-94), που είχε εγκαταστήσει το ανάκτορό του στα Προπύλαια της Ακρόπολης και είχε μετατρέψει τον Παρθενώνα σε καθολική εκκλησία, αποκατέστησε την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Από το σκοτάδι της φραγκοκρατίας θα αρχίσει να βγαίνει η Α. με τα προνόμια (ελευθερία λατρείας, αυτοδιοίκηση κ.ά.) που της παραχώρησε ο Μωάμεθ όταν την επισκέφθηκε (οι Τούρκοι είχαν εγκατασταθεί στην πόλη από το 1456). Τα όριά της εξακολουθούν να είναι τα παλαιά· το μνημείο του Λυσικράτη (το φανάρι του Διογένη) βρίσκεται έξω από την πόλη. Η επέκταση θα αρχίσει κυρίως από τα μέσα του 16ου αι., με την εγκατάσταση νέων χριστιανών κατοίκων και την άφιξη νέων Τούρκων, που επεκτείνονται και έξω από τον χώρο της Ακρόπολης, όπου άλλοτε περιοριζόταν η κατοίκηση. Την ίδια εποχή παρουσιάζονται τα τζαμιά με τους ψηλούς μιναρέδες τους. Πρώτος φαίνεται πως μετατράπηκε σε τζαμί ο χριστιανικός Παρθενώνας. Με την επέκταση της πόλης η Ακρόπολη μένει ανεξάρτητο φρούριο. Η επιφάνειά της καλύπτεται ολόκληρη από σπίτια, στα οποία μένουν τουρκικές οικογένειες και οι στρατιώτες της φρουράς, ενώ ο φρούραρχος με την οικογένειά του κατοικεί στα Προπύλαια, όπως και οι Φράγκοι. Το 1671 η Α. έχει 2.053 σπίτια: 1.300 Ελλήνων, 600 Τούρκων, 150 Αρβανιτών και 3 διαφόρων ξένων, και διαιρείται σε 8 τμήματα, τα πλατώματα. Οι ονομασίες ορισμένων από αυτά (Πλάκα, Ψυρρή) διατηρούνται και σήμερα ως ονόματα συνοικιών. Την ίδια εποχή χτίζονται πολλές νέες εκκλησίες και ιδρύονται μοναστήρια ορθόδοξα και άλλων δογμάτων. Ένα καινούργιο στοιχείο στην εξέλιξη της πόλης είναι η επιδρομή των Ενετών του Μοροζίνι, οι οποίοι με τον βομβαρδισμό τους κατά την πολιορκία της Ακρόπολης ανατίναξαν τμήμα του Παρθενώνα (25 Σεπτεμβρίου 1687). Κατά την ολιγόμηνη κατοχή τους, οι Τούρκοι φεύγουν από την Α. Όταν όμως αποχωρούν οι Ενετοί (Απρίλιος 1698), τούς ακολουθούν οι χριστιανοί. Έτσι η πόλη ερημώνεται εντελώς, για πρώτη φορά και επί τρία ολόκληρα χρόνια, στη μακρόχρονη ιστορία της.
Με την επιστροφή τους οι Τούρκοι ενισχύουν την οχύρωση της Ακρόπολης, χρησιμοποιώντας ως οικοδομικό υλικό μάρμαρα του κατεστραμμένου Παρθενώνα. Πολλά αρχαία οικοδομήματα θα καταστραφούν αργότερα για να υψωθεί το τείχος του Χασεκή (1778). Η ζωή θα μεταφερθεί τώρα στο Παζάρι, που καλύπτει τον χώρο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού και της ρωμαϊκής Αγοράς. Εκεί χτίζονται πλέον δημόσια κτίρια και εμπορικά καταστήματα, που φτάνουν έως την περιοχή της αρχαίας Αγοράς. Στην περίοδο του Χασεκή (1775-95) οι κάτοικοι υπολογίζονται σε 12.500, από τους οποίους 8.000 είναι Έλληνες, 3.500 Τούρκοι και οι υπόλοιποι Αρβανίτες, Τουρκοαθίγγανοι και Αιθίοπες. Η πόλη όμως στην περίοδο της Επανάστασης θα υποστεί δύο ακόμη σημαντικές καταστροφές: μία τον Ιούνιο του 1822, όταν στρατεύματα με τον Ομέρ Βρυώνη θα σπεύσουν να βοηθήσουν τους πολιορκημένους στην Ακρόπολη Τούρκους, και άλλη μία, φοβερή, όταν την πολιορκεί (28 Ιουνίου 1826) και την καταλαμβάνει (24 Μαΐου 1827) ο Κιουταχής, οπότε η Α. ερημώνεται πάλι: ο ελληνικός πληθυσμός καταφεύγει στα νησιά του Σαρωνικού και κυρίως στη Σαλαμίνα, όπου θα μείνει για λίγα χρόνια σε πολύ δύσκολη θέση.
Η νεότερη εποχή. Τον Οκτώβριο του 1824 η Α. είχε 1.605 σπίτια με 9.040 κατ. Στις αρχές του 1831 ο πληθυσμός της ήταν 4.000 (είχε αρχίσει η επιστροφή από τον Σαρωνικό). Μετά την αποχώρηση των Τούρκων (31 Μαρτίου 1833) η Α. ήταν ένα χωριό, όπου τα ερείπια των σπιτιών σκέπαζαν τους δρόμους, ενώ τα αρχαία μνημεία είχαν υποστεί αφάνταστες καταστροφές. Με την επιλογή της ως πρωτεύουσας και τη μεταφορά των αρχών από το Ναύπλιο (1 Δεκεμβρίου 1834) αρχίζουν να συρρέουν νέοι κάτοικοι από άλλες περιοχές και από το εξωτερικό. Το 1832 δύο φωτισμένοι αρχιτέκτονες, οι πρώτοι που είχαν μελετήσει τα μνημεία της Α. και την είχαν προτείνει ως πρωτεύουσα, ο Σταμάτιος Κλεάνθης και ο Γερμανός Έντουαρντ Σάουμπερτ, καταρτίζουν το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της Α., που, αν εφαρμοζόταν, θα αποτελούσε τη σταθερή βάση για τη μελλοντική εξέλιξη της πόλης. Προέβλεπε πλατείες και ελεύθερους για μελλοντική επέκταση δρόμους, μεγάλη αρχαιολογική ζώνη γύρω από την Ακρόπολη, πλατείες, κήπους και μεγάλους χώρους για την οικοδόμηση δημόσιων κτιρίων. Για την εφαρμογή όμως του σχεδίου έπρεπε να γίνουν πολλές απαλλοτριώσεις και συνεπώς να θιγούν συμφέροντα. Ξέσπασαν λοιπόν τέτοιες αντιδράσεις και το σχέδιο ματαιώθηκε. Ίσως εδώ βρίσκεται η πρώτη αρχή της σημερινής πολεοδομικής και κυκλοφοριακής κακοδαιμονίας που αντιμετωπίζει η πρωτεύουσα. Με τη ματαίωση του σχεδίου σταματά φυσικά και κάθε οικοδομική κίνηση. Μετακαλείται τότε ο Λέον φον Κλέντσε, αρχιτέκτονας και μυστικοσύμβουλος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου, ο οποίος τροποποιεί ουσιαστικά το πρώτο σχέδιο περιορίζοντας τους ελεύθερους και τους αρχαιολογικούς χώρους και στενεύοντας τους δρόμους. Αλλά ούτε και το τροποποιημένο αυτό σχέδιο του φον Κλέντσε προλαβαίνει να εφαρμοστεί, γιατί από τον Οκτώβριο του 1834 οι αρχές αρχίζουν να μεταφέρονται από το Ναύπλιο βιαστικά, χωρίς να προετοιμαστεί η πόλη για τα νέα της καθήκοντα, με διάνοιξη νέων δρόμων και οικοδόμηση κτιρίων για τις δημόσιες υπηρεσίες, πολλές από τις οποίες στεγάζονται σε εκκλησίες και άλλες σε οικήματα από τα οποία φεύγουν οι ένοικοι. Η βιαστική αυτή μεταφορά ήταν ένα σφάλμα που σφράγισε από τότε την εξέλιξη της Α. Με την εγκατάσταση του Όθωνα (1 Δεκεμβρίου 1834), οπότε η ζωή βρίσκει σιγά-σιγά τον ρυθμό της, η ανοικοδόμηση εντείνεται, νέοι κάτοικοι συρρέουν, τα μνημεία καθαρίζονται από τα διάφορα προσκτίσματα που τα κάλυπταν και η πόλη μεγαλώνει, σε ένα σχέδιο όμως που συνεχώς τροποποιείται. Τον Μάρτιο του 1835 απομακρύνονται από την Ακρόπολη οι στρατωνισμένοι εκεί Βαυαροί και αρχίζει η κατεδάφιση των μεσαιωνικών κτισμάτων και οχυρώσεων. Με την ίδρυση, το 1837, της Αρχαιολογικής Εταιρείας, συστηματοποιούνται οι αρχαιολογικές έρευνες. Στην ίδια εποχή αρχίζει να διαμορφώνεται η οδός Σταδίου και χτίζονται εκεί τα πρώτα δημόσια κτίρια.
Η Α. θα έχει από τώρα και έως τα χρόνια του Γεωργίου του Α’ την τύχη να εργαστούν γι’ αυτήν μερικοί από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες της εποχής: ο Σάουμπερτ, ο Βάιλερ, ο Κλέντσε, ο Γκέρτνερ, οι αδελφοί Χάνσεν, ο Τσίλερ, ο Σταμάτιος Κλεάνθης, ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου και ο Παναγιώτης Κάλκος. Οι ξένοι αρχιτέκτονες φτάνουν στην Α. επηρεασμένοι από το κλίμα του νεοκλασικισμού, που κυριαρχεί την εποχή εκείνη στην Ευρώπη. Στο φυσικό περιβάλλον όμως της Α., και ύστερα από τη στενή γνωριμία τους με τα μνημεία της αρχαιότητας, κυρίως τα κλασικά, δημιουργούν ένα ειδικό στυλ και τα κτίρια που σχεδιάζουν πλέον για την Α. έχουν ιδιαίτερο χαρακτήρα και τελείως δική τους μορφή. Δημιουργείται έτσι ένας καθαρά ελληνικός νεοκλασικισμός, που θα τον εφαρμόσουν έπειτα και στα κτίρια της Ευρώπης. Από τα πρώτα κτίρια που οικοδομούνται είναι τα Ανάκτορα (1836, του Γκέρτνερ), το στρατιωτικό νοσοκομείο, σε ρομαντικό ρυθμό (όπου στεγαζόταν άλλοτε το σύνταγμα χωροφυλακής Μακρυγιάννη, 1837, του φον Βάιλερ), το Πανεπιστήμιο (1839, του Χριστιανού Χάνσεν), το Αστεροσκοπείο (1843, του Θεόφιλου Χάνσεν) και το Οφθαλμιατρείο (1847, του Θεόφιλου Χάνσεν). Ακολουθούν μερικά οικοδομήματα που γίνονται με δωρεές εθνικών ευεργετών και τα οποία αποτελούν τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά μνημεία της σημερινής πόλης· το Αρσάκειο (1846, του Καυταντζόγλου), η Σιναία Ακαδημία και η Βαλλιάνειος Εθνική Βιβλιοθήκη (1859 η πρώτη, σε ιωνικό ρυθμό· 1887 η δεύτερη, σε δωρικό ρυθμό), δύο κτίρια στα οποία ο Θεόφιλος Χάνσεν έδειξε όλες του τις ικανότητες, το Μετσόβιο Πολυτεχνείο (1862, του Καυταντζόγλου), το Ζάππειο (1874, του Θεόφιλου Χάνσεν) κ.ά. Το 1842 άρχισε και το 1862 τέλειωσε η ανοικοδόμηση της Μητρόπολης. Στα νεότερα μνημεία της πόλης κατατάσσονται επίσης η αγγλικανική εκκλησία του Αγίου Παύλου στην οδό Φιλελλήνων (1838, του Κλεάνθη) και ο Άγιος Διονύσιος των καθολικών στην οδό Ελ. Βενιζέλου (1853, μοναδικό δείγμα της αρχιτεκτονικής του Κλέντσε στην Α.). Παράλληλα προς τα δημόσια κτίρια χτίζονται και μεγαλοπρεπή ιδιωτικά, έργα μεγάλων αρχιτεκτόνων, ενώ στα περιθώρια της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής η πηγαία λαϊκή δημιουργία χτίζει απλά διώροφα σπίτια με κήπο, αυλή και χαγιάτι, ακολουθώντας την παλαιά αθηναϊκή παράδοση. Παρά τα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, όμως, η Α. διατηρεί βασικά τη μορφή και τον χαρακτήρα των χρόνων της τουρκοκρατίας. Επί πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση κέντρο της εμπορικής ζωής είναι ακόμη το Παζάρι. Την οδό Σταδίου διασχίζει ρέμα έως το 1858. Επίσης δεν απαλλοτριώνεται καμία έκταση για τη δημιουργία διοικητικού κέντρου. Η πόλη επεκτείνεται, αλλά χωρίς να ακολουθεί πάντα το σχέδιο. Στο τέλος της βασιλείας του Όθωνα (1862), περιορισμένη ακόμη στα όρια των πρώτων σχεδίων, έχει 42.725 κατ. Η ανάπτυξή της θα ακολουθήσει από τότε γρήγορους και κάποτε ραγδαίους ρυθμούς· 1871: 68.677 κάτ., 1896: 111.486, 1907: 167.479, 1920: 285.365, 1926: 420.000, 1940: 481.255 κάτ. η πόλη, δηλαδή ο σημερινός δήμος Αθηναίων, και 1.124.109 το πολεοδομικό συγκρότημα Αθηνών.
Μετά τονΑ’ Παγκόσμιο πόλεμο, η πόλη εξαπλώθηκε με ακόμα ταχύτερο ρυθμό, ιδιαίτερα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, οπότε το έθνος χρειάστηκε να προσφέρει αμέσως χώρους για να στεγάσει τον άτυχο ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας, που είχε χάσει τα πάντα. Είναι γνωστό πως το κράτος ανταποκρίθηκε με θαυμαστό τρόπο σε αυτή τη φοβερά επείγουσα ανάγκη, ενσωματώνοντας στον κορμό του έναν πληθυσμό ζωτικό, έξυπνο και τόσο εργατικό, που υπήρξε σταθερός φορέας προόδου για το έθνος. Και στην Α., όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, ιδρύθηκαν αρκετοί συνοικισμοί με πρόχειρες κατοικίες, οι οποίοι με τον καιρό οργανώθηκαν, μπήκαν στο σχέδιο πόλης –όσοι δεν ήταν– και διαμορφώθηκαν σταδιακά άλλοι σε δήμους και άλλοι σε κοινότητες στις παρυφές της πρωτεύουσας. Έτσι η έκτασή της αυξήθηκε σημαντικά, ενώ οι κάτοικοί της (του σημερινού δήμου Αθηναίων) από 285.365 το 1920, έφτασαν το 1926 σε 420.000.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο η Α. γνωρίζει μια πραγματικά ασύλληπτη εξάπλωση. Οι περιπέτειες του έθνους, αλλά και οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες, έφεραν σε αυτή και τα περίχωρά της, εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, που εγκαταστάθηκαν οριστικά. Η πόλη ξεχύθηκε έτσι προς όλες τις κατευθύνσεις και σιγά-σιγά ενώθηκε με τους γύρω δήμους και με τον Πειραιά σε ένα τεράστιο οικοδομικό συγκρότημα, που το 1951 είχε 1.378.586 κατ. και το 1961 1.852.709.
Η τεράστια έλλειψη στέγης, που παρατηρήθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, εξυπηρετήθηκε με την οικοδόμηση στους άχτιστους χώρους της πρωτεύουσας πλήθους πολυκατοικιών, πρόχειρων συχνά στην κατασκευή και χωρίς αξιόλογη μορφή. Συγχρόνως άλλαξαν τελείως όψη και ολόκληροι δρόμοι στο κέντρο της πόλης (π.χ. Πανεπιστημίου, Πατησίων, Ακαδημίας), οι οποίοι με τα αρχοντικά τους σπίτια έδιναν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα στην Α. Τα χαρακτηριστικά στην όψη παλαιά ωραία σπίτια κατεδαφίστηκαν τα περισσότερα και στη θέση τους υψώθηκαν πολυκατοικίες. Ο ρυθμός της κατεδάφισης ήταν τόσο γοργός, ώστε ακόμη και η γενιά που έζησε αυτή την εκπληκτική αλλαγή δύσκολα μπορεί να θυμηθεί την εικόνα των όμορφων και χαρακτηριστικών δρόμων της προπολεμικής Α. Μερικά από τα κτίρια-μνημεία του περασμένου αιώνα (Ιλίου Μέλαθρον, Οφθαλμιατρείο, Ακαδημία, Πανεπιστήμιο, Βιβλιοθήκη, Πολυτεχνείο κ.ά.) παραμένουν, ακόμα και σήμερα, νησίδες ομορφιάς.
Η αύξηση του ύψους στις οικοδομές του κέντρου της πόλης, όπου οι περισσότεροι δρόμοι είναι στενοί, δημιούργησε πρόσθετα προβλήματα, που οξύνθηκαν από την τεράστια αύξηση της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων. Η διαπλάτυνση ορισμένων δρόμων, όσο ήταν δυνατό, και η δημιουργία στις πλευρές τους στοών, θεωρήθηκε ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος. Ένα γεγονός τεράστιας σημασίας υπήρξε ο καθαρισμός της αρχαίας Αγοράς από τα παλιά σπίτια και η συνένωσή της με τον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης. Ένα ακόμα γεγονός, που άσκησε επίδραση στην εξέλιξη της Α. και αρχικά ανακούφισε την κυκλοφορία της ήταν η δημιουργίανέωνλεωφόρων τόσο μέσα στην πόλη όσο και έξω από αυτήν (λεωφόρος Αθηνών, προέκταση οδού Αχαρνών, λεωφόρος Ιλισού, Κηφισιάς, Μεσογείων, Σουνίου κ.ά.). Όσον αφορά την αποσυμφόρηση του κέντρου της πόλης, συμαντική είναι η συμβολή του μετρό, που εγκαινιάστηκε το 2000. Οι δύο γραμμές του καλύπτουν τη διαδρομή Σύνταγμα - Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και Δάφνη - Σεπόλια.
Η ανάπτυξη των μεγάλων αστικών κέντρων είναι παγκόσμιο μεταπολεμικό φαινόμενο. Η περίπτωση της Α. όμως είναι ίσως μοναδική για τον ραγδαίο ρυθμό που πήρε η ανάπτυξη αυτή, η οποία είτε δεν ακολουθούσε κανένα σχέδιο είτε υπέτασσε στη δική της δύναμη αυτό που υπήρχε, αλλάζοντας τόσο ριζικά τη μορφή της πόλης σε διάστημα ούτε καν μιας γενιάς. Η επανάσταση του τσιμέντου γνώρισε στην ελληνική πρωτεύουσα τον μεγαλύτερό της θρίαμβο, πριν ακόμη το υλικό αυτό βρει καλά καλά την έκφρασή του.
Ιστορικό περίγραμμα
Η Α. αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Το μέτρο για να κατανοηθεί απόλυτα πώς αυτή η πόλη έφτασε να μείνει μοναδικό σύμβολο και αξεπέραστο όραμα, μπορούν να το δώσουν μόνο οι γενικές γραμμές της ιστορικής της πορείας και το θαυμαστό επίπεδο στο οποίο έφτασε ο πολιτισμός της.
Οιπρώτες ανθρώπινες εγκαταστάσεις. Το ξεκίνημα της ζωής στην Α. χάνεται στην αχλύ παμπάλαιων μύθων, τους οποίους οι αρχαίοι Αθηναίοι ανέφεραν με βαθύ σεβασμό ακόμα και στην περίοδο της μεγαλύτερης πνευματικής ακμής της πόλης, διατηρώντας τις μνήμες μυθικών βασιλιάδων, που έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση και την οργάνωση των πρώτων εγκαταστάσεων στον χώρο της (Κέκροψ, Ερεχθεύς, Πανδίων, Ίων, Αιγεύς, Θησεύς, Κόδρος). Οι μύθοι αυτοί απηχούν πανάρχαια γεγονότα και αγώνες μεταξύ των διαφόρων φύλων που έφτασαν κατά καιρούς στην Αττική, η καθαρή όμως σημασία τους μας διαφεύγει τελείως. Άλλοι πιστεύουν πως τα μυθικά αυτά πρόσωπα ήταν ίσως παλιοί δαίμονες, που τους παραμέρισε αργότερα η λατρεία των Ολύμπιων θεών. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, όλοι τους έμειναν πολύτιμα στοιχειά και φύλακες του τόπου και τα σεβάσμια ιερά όλων υπήρχαν πάνω στον Ιερό Βράχο ή γύρω από αυτόν.
Οι αρχαιολογικές έρευνες προσφέρουν σήμερα ασφαλείς πληροφορίες για το πότε περίπου εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι κάτοικοι στην Ακρόπολη και τη γύρω περιοχή, αλλά και σε ολόκληρη την Αττική. Το συμπέρασμα είναι πως οι πρώτες εγκαταστάσεις είναι πολύ παλιές. Σύμφωνα με τις τελευταίες χρονολογικές κατατάξεις των προϊστορικών φάσεων στον ελληνικό χώρο, από ορισμένα ανασκαφικά ευρήματα (κυρίως όστρακα αγγείων) γύρω από την Ακρόπολη, στην Ακαδημία του Πλάτωνα και αλλού, πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο, πως οι πρώτες ανθρώπινες εγκαταστάσεις στην Α. και την Αττική γενικότερα ξεκινούν γύρω στην έκτη χιλιετία. Η ζωή συνεχίζεται από τότε χωρίς διακοπή.
Συνοικισμός του Θησέα.Το σημαντικότερο γεγονός για τη μελλοντική εξέλιξη της πόλης στάθηκε η συνένωση όλων των πολισμάτων, που είχαν ιδρυθεί στην περιοχή της Αττικής, σε ένα κράτος, με την Α. ως κεντρική εστία. Η ενοποίηση αυτή πρέπει να έγινε ύστερα από αρκετούς και μακρόχρονους αγώνες που οι λεπτομέρειές τους αντικατοπτρίζονται, έως ένα σημείο, στους αθηναϊκούς μύθους, μάς διαφεύγουν όμως οι διάφορες φάσεις τους. Τη σπουδαία αυτή ενέργεια οι αρχαίοι Αθηναίοι την απέδωσαν στον ήρωα Θησέα και την ιστορική περίοδο τη γιόρταζαν με μεγάλη λαμπρότητα με τα Συνοικία και τα Παναθήναια (συνοικισμός του Θησέα), που ήταν η μεγαλύτερη γιορτή της πόλης. Μετά τον συνοικισμό και αφού, χάρη στον Θησέα, γλίτωσε και από κάποια εξουσία που φαίνεται να είχε παλαιότερα στην Αττική η Κρήτη, η Α. μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο. Στον χώρο της εγκαταστάθηκαν τώρα οι επισημότερες οικογένειες των παλαιών πολισμάτων, τα οποία γίνονται πια αγροτικοί δήμοι, εκτός από την Ελευσίνα, που μόνο στον 7ο αι. π.Χ. ενώθηκε με την Α.
Ολόκληρη η Αττική έμεινε απρόσβλητη από τη λεγόμενη κάθοδο των Δωριέων και έτσι οι Αθηναίοι της ιστορικής εποχής έλεγαν με υπερηφάνεια πως ήταν «γηγενείς και αυτόχθονες, γεννημένοι από το χώμα τους σαν τα τζιτζίκια». Από τη δωρική εισβολή –είπαν αργότερα– τους γλίτωσε με την αυτοθυσία του ο βασιλιάς Κόδρος, που τον τίμησαν γι’ αυτό με έναν τρόπο μοναδικό· δεν θέλησαν πια άλλον στη θέση του. Έτσι καταργήθηκε η κληρονομική βασιλεία στην Α.
Παρά τα κενά των γραπτών πηγών σχετικά με την εξέλιξη της πολιτικής ζωής στην αρχαία Α., είναι δυνατό να συγκροτηθεί μια γενική γραμμή. Και τότε ακριβώς φαίνεται με πόσο θαυμαστό τρόπο –όχι πάντως χωρίς δραματικούς αγώνες– διαμορφώθηκε σταδιακά το πολίτευμα, από την πρωτόγονη μορφή του έως το αποκορύφωμα της τελειότητας. Πολλά ίσως επεισόδια ντύθηκαν, στην εποχή της ακμής, το όμορφο φόρεμα του μύθου και ωραιοποιήθηκαν έτσι τραγικές προσπάθειες των διαφόρων τάξεων για την κατάκτηση των δικαιωμάτων τους στα πλαίσια της ζωής και του κράτους. Ένα γεγονός πάντως έχει τεράστια σημασία: ότι παρά τις δυσκολίες και τις φυσιολογικές αντιδράσεις των κατά καιρούς ισχυρών, η πολιτική εξέλιξη συνεχίστηκε αδιάλειπτα έως την κλασική περίοδο και η αρχαία Α. παρέμενε υπόδειγμα ομαλής εξέλιξης της πολιτικής ζωής. Στον χώρο της αναπτύχθηκαν με τη σειρά όλα τα είδη των γνωστών μέχρι σήμερα πολιτευμάτων.
Μετά την κατάργηση της βασιλείας, η εξουσία δόθηκε σε αιρετούς αριστοκρατικούς άρχοντες, αρχικά ισόβιους και στο τέλος ετήσιας θητείας. Με τη σπουδαία αυτή αλλαγή, που φαίνεται ότι έγινε χωρίς αιματηρούς αγώνες, καθιερώθηκε η αρχή των Εννέα Αρχόντων: άρχων βασιλεύς, επώνυμος, πολέμαρχος και έξι θεσμοθέτες. Παραμένει άγνωστο πότε ακριβώς διαμορφώθηκε οριστικά αυτός ο θεσμός· ο πρώτος πάντως κατάλογος που αναφέρει ενιαυσίους άρχοντες είναι από το 682 π.Χ. Πλάι στους Εννέα Άρχοντες υπήρχε και η Βουλή του Αρείου Πάγου, ένα σώμα αριστοκρατικό με δικαστικά καθήκοντα, αλλά και με δικαιώματα εποπτείας στη διοίκηση και στην εφαρμογή των νόμων.
Οι πρώτοι νομοθέτες. Μέσα στον 7ο αι. π.Χ., όταν άρχισε η ανάπτυξη του ναυτικού και της βιοτεχνίας και η Α. ξέφυγε από την παλιά κλειστή αγροτική οικονομία, άρχισαν νέοι αγώνες. Η παλιά κοινωνική ισορροπία κλυδωνίστηκε και οι τρεις τάξεις που διαμορφώθηκαν στο μεταξύ (ευπατρίδες, γεωργοί, βιοτέχνες) αγωνίζονταν η καθεμία για τα δικαιώματά της. Το άνοιγμα νέων αγορών με την άνθηση του αποικισμού, η εισροή πολλών αγαθών με την ανάπτυξη του εμπορίου, η ολοένα αυξανόμενη βιοτεχνική δραστηριότητα, δημιούργησαν τεράστια προβλήματα. Οι παλαιοί κτηματίες (οι ευπατρίδες) ήρθαν σε δεύτερη μοίρα, οι μικροί γεωργοί χρεώνονταν συνεχώς, ενώ βιοτέχνες και ναυτικοί πλούτιζαν και ζητούσαν δικαιώματα. Τη δυσκολία των γεωργών θέλησε να εκμεταλλευτεί ένας ευπατρίδης και ολυμπιονίκης, ο Κύλων, το 636 π.Χ., επιχειρώντας ένα κίνημα, με την πρόθεση να γίνει τύραννος, ενώ είχαν ήδη εγκαθιδρυθεί τυραννίες σε άλλες ελληνικές πόλεις. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε και ο Κύλων δραπέτευσε στα Μέγαρα. Οι Αθηναίοι όμως έκαναν μια ανόσια πράξη: σκότωσαν τους οπαδούς του Κύλωνα, παρότι είχαν ζητήσει προστασία στον βωμό των Ευμενίδων. Η πράξη αυτή ονομάστηκε Κυλώνειον Άγος. Οι πρωταίτιοι, η οικογένεια των Αλκμεωνιδών, εξορίστηκαν. Οι Αθηναίοι έφεραν τον μάντη Επιμενίδη από την Κρήτη, για να εξαγνίσει την πόλη. Οι εσωτερικοί αγώνες συνεχίστηκαν στην Α. με συχνές ταραχές. Ένα από τα βασικά αιτήματα ήταν η κωδικοποίηση των νόμων, που έως τότε ήταν άγραφοι. Το 624 π.Χ., οι πολίτες της Α. πέτυχαν την πρώτη μικρή κατάκτηση: ο Δράκων, ευγενής στην καταγωγή, κωδικοποίησε το παλαιό δίκαιο, ιδίως το ποινικό. Κανένας πολίτης δεν έμεινε ευχαριστημένος και η αναταραχή συνεχίστηκε, για να φτάσει σε αρκετή οξύτητα στις αρχές του 6ου αι., ώσπου το 594 π.Χ. οι αντιμαχόμενες μερίδες συμφώνησαν στην εκλογή διαλλακτού για τη μεταρρύθμιση του πολιτεύματος και των νόμων που ίσχυαν από χρόνια στην πολιτεία.
Πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης αναδείχθηκε ο Σόλων, σοφός άντρας με μεγάλη επιρροή στους πολίτες, για τη συμβολή του στην ανάκτηση της Σαλαμίνας από τους Μεγαρίτες. Η νομοθεσία του καθιέρωσε μερικές ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, που ανταποκρίνονταν σε ορισμένες βασικές ανάγκες: την απόσβεση των αγροτικών χρεών (σεισάχθεια), που θεράπευσε ένα τραγικά οξύ πρόβλημα, την εγκαθίδρυση τιμοκρατικού πολιτεύματος, την ίδρυση νέας Βουλής με 400 αιρετούς βουλευτές, τη συμμετοχή των θητών (της τελευταίας τάξης) στην Εκκλησία του Δήμου. Ο Σόλων δεν θέλησε να προχωρήσει σε γενική αναμόρφωση του πολιτεύματος, πιστεύοντας ότι ήταν απαραίτητο να κατακτήσουν σταδιακά τα δικαιώματά τους οι πολίτες, για να μη δημιουργηθεί γενική αναστάτωση από τη δυσφορία των έως τότε ισχυρών.
Η μορφή του Σόλωνα αποτελεί σταθμό στην ιστορία του πολιτισμού της ανθρωπότητας. Για πρώτη φορά ένας απλός πολίτης, ένας άνθρωπος και όχι ημίθεος, μυθικός ήρωας ή απολυταρχικός βασιλιάς, νομοθετούσε. Για το θέμα αυτό εργάστηκε επί έναν χρόνο. Ύστερα αποσύρθηκε οικειοθελώς και έγινε πάλι απλός πολίτης, ορκίζοντας μόνο τους συμπολίτες του να διατηρήσουν για δέκα χρόνια αναλλοίωτους τους νόμους που θέσπισε. Δεν θέλησε να εκμεταλλευτεί την απόλυτη εξουσία που του είχε δοθεί. Κληροδοτούσε έτσι στην ανθρωπότητα ένα υπέροχο μάθημα –το πρώτο– για την αξία του απλού πολίτη. Έτσι ξεκίνησε η ύπαρξη της δημοκρατίας και ως ηθικό γεγονός αλλά και ως ποίηση στις αυτοβιογραφικές Ελεγείες του Σόλωνα, πριν διαμορφωθεί σε πολιτικό σύστημα. Στην ουσία τότε πήρε μορφή και το κράτος ως έννοια.
Η τακτική αυτή του Σόλωνα δεν κατανοήθηκε. Σε λίγο (το 561 π.Χ.) εγκαθίδρυσε τυραννία ο ευπατρίδης Πεισίστρατος, που εκμεταλλεύτηκε την εύνοια των οικονομικά ανίσχυρων, αλλά πολυάριθμων πολιτών. Χωρίς να καταργήσει τις βασικές διατάξεις της νομοθεσίας του Σόλωνα, ο Πεισίστρατος επέβαλε και τις δικές του απόψεις. Είναι αλήθεια ότι με μια σειρά μέτρων βοήθησε την πόλη να προοδεύσει σταθερά, δημιουργώντας σπουδαία καλλιτεχνική, πνευματική και εμπορική κίνηση. Παρ’ όλα αυτά δύο φορές καθαιρέθηκε, αλλά και τις δύο κατόρθωσε να ξαναγίνει κύριος του κράτους και να διατηρήσει την εξουσία έως τον θάνατό του (527 π.Χ.). Οι εκδηλώσεις των Αθηναίων απέναντι στον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα, τους τυραννοκτόνους, που τους ανύψωσαν σε σύμβολα και έστησαν αργότερα τους ανδριάντες τους στην Αγορά –ενώ είχαν σκοτώσει για εντελώς προσωπικούς λόγους τον Ίππαρχο– εκφράζουν χαρακτηριστικά τα αισθήματά τους για το καθεστώς του Πεισίστρατου.
Η περίοδος της τυραννίας τελείωσε το 510 π.Χ. με την επέμβαση και των Σπαρτιατών. Το 508 π.Χ., ύστερα από νέους αγώνες, ο Κλεισθένης, γόνος μεγάλης αθηναϊκής γενιάς, θεμελίωσε, με μια σειρά ριζικές μεταρρυθμίσεις την αθηναϊκή δημοκρατία ως πολιτικό σύστημα. Βασική προϋπόθεση θεώρησε την αλλαγή της παλιάς νοοτροπίας. Γι’ αυτό και έγραψε στους καταλόγους των Αθηναίων πολιτών ένα πλήθος κατοίκους της Αττικής, νεοφερμένους ή ακτήμονες, που δεν ανήκαν στις τέσσερις παλαιές φυλές της Αττικής, πανίσχυρους κλειστούς οργανισμούς. Έτσι, πολλοί κάτοικοι απέκτησαν πολιτικά δικαιώματα. Ελευθέρωσε και πολλούς δούλους. Ακόμη, χωρίζοντας την Αττική σε εκατό δήμους, ίδρυσε τις νέες δέκα φυλές και στην καθεμία όρισε να ανήκουν δέκα δήμοι, ανάμεικτοι, από τα ορεινά, τα μεσόγεια και την παραλία. Τους δέκα γενάρχες των νέων φυλών τους διάλεξε η Πυθία των Δελφών από έναν κατάλογο με εκατό ονόματα που της υπέβαλαν. Με αυτόν τον τρόπο υπήρχε η επίφαση της αναγνώρισης της μεταπολίτευσης του Κλεισθένη από το Μαντείο των Δελφών, που σε αυτήν την περίοδο ασκούσε τεράστια επιρροή στην εξέλιξη των ελληνικών πόλεων. Με τον τρόπο αυτό δόθηκε ένα ισχυρό χτύπημα στις παλαιές φυλές, που τα μέλη τους σκόρπισαν σε διάφορους δήμους και διαλύθηκε η συνοχή τους. Επίσης, αύξησε τα μέλη της Βουλής σε πεντακόσια (πενήντα από κάθε φυλή) και τα έκανε αιρετά. Το σώμα αυτό ετοίμαζε τα σχέδια των νόμων που θα συζητούσαν στην Εκκλησία του Δήμου, η οποία έγινε ένα πανίσχυρο σώμα μέσα στο οποίο κάθε άξιος πολίτης μπορούσε να αναδειχτεί χωρίς καμιά πλέον προκατάληψη. Με όλους αυτούς τους νεωτερισμούς οι Αθηναίοι έφτασαν σε ένα τόσο υψηλό επίπεδο ζωής και σκέψης, ώστε με γενναιότατο φρόνημα και με πλήρη επίγνωση της αξίας της ελευθερίας πρωτοστάτησαν σε λίγο στην απόκρουση του φοβερού περσικού κινδύνου και στάθηκαν οι πρωτεργάτες της νίκης εναντίον των Περσών (490-479 π.Χ.). Μια σειρά από μεγάλους πολιτικούς άντρες, που εξέφραζαν τις ανησυχίες της εποχής, θεμελίωσαν τότε το αθηναϊκό μεγαλείο και έδωσαν πνοή στην πόλη, μετά την απόκρουση των Περσών. Η γενναιότητα, η πολεμική πείρα και η αποφασιστικότητα του Μιλτιάδη χάρισαν τη νίκη στον Μαραθώνα. Με το δαιμόνιο μυαλό, την περηφάνια, την αδάμαστη αποφασιστικότητα και τους έξοχους πολιτικούς ελιγμούς του Θεμιστοκλή οργανώθηκε το ισχυρό αθηναϊκό ναυτικό, που στάθηκε τόσο πολύτιμο στους αγώνες εναντίον των Περσών. Επίσης, χάρη σε αυτόν απέκτησε η πόλη ισχυρό τείχος. Η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη του Αριστείδη, η γενναιότητα και η μετριοπάθεια του Κίμωνα θεμελίωσαν την πρώτη Αθηναϊκή Συμμαχία (478 π.Χ.) και ανέδειξαν την Α. ως τη μεγαλύτερη ελληνική δύναμη, στο πρώτο μισό του 5ου αι. π.Χ με τεράστια προβολή στον έξω κόσμο, πολιτική, στρατιωτική, ναυτική, εμπορική, κοινωνική και πνευματική.
Οι κλασικοί χρόνοι. Τα αποτελέσματα της τεράστιας αυτής διεργασίας στην άνθηση της Α., σε όλους τους τομείς –τέχνη, φιλοσοφία, γράμματα και κάθε είδους πνευματική εκδήλωση–, φάνηκαν στο δεύτερο μισό του 5ου αι. Ο σπουδαίος Περικλής, με θαυμαστό συνεργάτη τον ισόθεο καλλιτέχνη Φειδία, δημιούργησαν το θαύμα του χρυσού αιώνα, με τα εκπληκτικά έργα που στόλισαν την Ακρόπολη, το θρησκευτικό κέντρο της Α. Τότε παρατηρήθηκε ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του κόσμου: κάθε Αθηναίος πολίτης αποτελούσε συνειδητό μέλος μιας μοναδικά σπουδαίας κοινωνίας, που μπορούσε να αναδείξει χωρίς προκατάληψη τον πιο άξιο για αρχηγό της πόλης. Η ιδέα του ανθρώπου ως ατόμου ανυψώθηκε σε αξία μοναδική και η Εκκλησία του Δήμου, όταν συνεδρίαζε στην Πνύκα, είχε το πιο υπεύθυνο και πολιτικά συνειδητό ακροατήριο που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.
Η συγκλονιστική περιπέτεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.), με τις αγριότητες που σημειώθηκαν και από τις δύο αντίπαλες ελληνικές παρατάξεις, έφθειρε σταδιακά και την πόλη και τους πολίτες· και φυσικά και ολόκληρη την υπόλοιπη Ελλάδα. Η μεγαλύτερη φθορά στάθηκε ασφαλώς ο κλονισμός της πίστης των ανθρώπων σε κάθε αξία. Τα έξαλλα όνειρα του Αλκιβιάδη, ντυμένα με την ευγλωττία και με την προσωπική του γοητεία, παραμέρισαν εύκολα τη σύνεση του Νικία και της φιλειρηνικής μερίδας των Αθηναίων και οδήγησαν στη φοβερή καταστροφή της Σικελίας. Από εκεί και πέρα ολόκληρη σειρά περιπετειών οδήγησε την πόλη, που είχε μείνει χωρίς άξιο και τίμιο αρχηγό, στην απροσδόκητη καταστροφή του αθηναϊκού στόλου στους Αιγός Ποταμούς (405 π.Χ.) και στην τελική ήττα. Η χειρότερη πείρα που δοκίμασαν οι άδικα νικημένοι πολίτες της σπουδαίας αυτής πόλης ήταν η φάση της τυραννίας των Τριάκοντα.
Χρειάστηκαν δεκαετίες για να φανεί αντικειμενικά πως η Α., «η Ελλάς Ελλάδος», όπως τόσο εύστοχα την αποκάλεσε ο Θουκυδίδης σε ένα επίγραμμά του στον Ευριπίδη, είχε αρχίσει να γέρνει προς τη δύση της. Το δημοκρατικό της πολίτευμα είχε οριστικά ξεφτίσει. Χαρακτηριστικό της ψυχικής κόπωσης και της σύγχυσης της εποχής, αλλά και της κάμψης των ιδανικών, ήταν η άδικη καταδίκη του Σωκράτη (399 π.Χ.). Και το χειρότερο, η αποδοχή, ακόμα και από την Α. (Κόνων), περσικών χρημάτων για τη θεραπεία αναγκών της πόλης ή για το χτύπημα Ελλήνων αντιπάλων. Η άβυσσος που είχε ανοίξει ο Πελοποννησιακός πόλεμος μεταξύ των ελληνικών πόλεων, παρέσυρε και την Α. να πάρει μέρος στον Κορινθιακό πόλεμο (395-389 π.Χ.). Η δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία, που οργανώθηκε μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη, το 378 π.Χ., δεν διατηρήθηκε για καιρό, παρά τις καλές διαθέσεις που έδειξαν οι Αθηναίοι. Η Α. δεν μπορούσε πια να παίξει τον αλλοτινό της πρώτο ρόλο. Όδευσε σύντομα προς την οικονομική κατάρρευση, ενώ νέες ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να περνούν στην πρώτη γραμμή. Ο Ισοκράτης γύρω στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., όταν έβλεπε τη διάλυση που απειλούσε τον ελληνισμό, προσπάθησε να πείσει τους συμπολίτες του να δεχτούν μια πανελλήνια συνεννόηση.
Η εμφάνιση της Μακεδονίας στον ορίζοντα ως σπουδαίας ελληνικής δύναμης, με τον βασιλιά Φίλιππο, προκάλεσε στους Αθηναίους μεγάλες αντιδράσεις (εκφραστής τους έγινε με την πεισματική και ανεδαφική για την εποχή του πολιτική ο ρήτορας Δημοσθένης). Δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τα παλιά ηγετικά τους όνειρα στον ελληνικό χώρο. Αντέδρασαν έτσι στα σχέδια του Φιλίππου και τελικά συγκρούστηκαν μαζί του στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.), όπου γνώρισαν τη συντριβή. Η μεγαλοψυχία του Φιλίππου, από σεβασμό προς την πόλη-σύμβολο, δεν δημιούργησε καμιά συγκίνηση στους νικημένους Αθηναίους. Συνέχισαν την πολεμική εναντίον του, όπως και αργότερα εναντίον του Αλεξάνδρου, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πολιτικά και οικονομικά η Α. είχε καταπέσει· το θαυμαστό όμως είναι ότι εξακολουθούσε να μένει, όπως θα έμενε για αιώνες ακόμα, το πρώτο πνευματικό κέντρο σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Ελληνιστική περίοδος. Μια πρόσκαιρη περίοδο ακμής γνώρισε η πόλη την εποχή που την κυβερνούσε ο ρήτορας Λυκούργος. Η εμπλοκή της όμως στον Λαμιακό πόλεμο (322 π.Χ.), μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οδήγησε τους Αθηναίους σε νέα καταστροφή, με απρόβλεπτες συνέπειες: αλλαγή στο πολίτευμα, εγκατάσταση μακεδονικής φρουράς στην πόλη και καταστροφή του εμπορικού τους στόλου.
Στα ανήσυχα χρόνια 317-307 π.Χ. η διακυβέρνηση του φιλόσοφου Δημητρίου του Φαληρέα παρείχε μια προσωρινή οικονομική ανακούφιση στην Α., δεν κατόρθωσε όμως να στηρίξει ηθικά και να ανυψώσει το φρόνημα των πολιτών. Οι περήφανοι και αγέρωχοι άλλοτε Αθηναίοι, τώρα που η πόλη τους είχε παρακμάσει, έδιναν εύκολα στον εαυτό τους την άδεια να παρασύρεται και να τιμά τον εκάστοτε ισχυρό, επιδαψιλεύοντας διάφορες κολακείες ή παράλογες τιμές (Δημήτριος ο Πολιορκητής). Την εποχή αυτή σημειώθηκαν μεγάλες αναστατώσεις. Μια απροσδόκητη αναλαμπή παρουσίασε η πόλη πρώτα στην πραγματικά εκπληκτική απόκρουση, μαζί με άλλες πόλεις της κεντρικής Ελλάδας, της φοβερής επιδρομής των Γαλατών (279 π.Χ.) και αργότερα στον Χρεμωνίδειο πόλεμο (266-262 π.Χ.). Η δεύτερη επιχείρηση κατέληξε στην κατάληψη της Α. από τον Αντίγονο Γονατά. Η πόλη έχασε την ελευθερία της· έως το 299 π.Χ. θα ζήσει με μακεδονική φρουρά. Από εδώ και πέρα η Α. θα παραμείνει μόνο το κοσμοπολιτικό κέντρο της φιλοσοφίας· στην πολιτική ιστορία άλλες ελληνικές πόλεις επρόκειτο να παίξουν ακόμη κάποιο ρόλο. Η εμφάνιση των Ρωμαίων στον ελληνικό χώρο (2ος αι. π.Χ.) είχε καταστροφική επίδραση στην Α. Οι Αθηναίοι συνέπραξαν μαζί τους εναντίον των Μακεδόνων, αλλά δοκίμασαν γι’ αυτό αρκετές περιπέτειες, ώσπου το 146 π.Χ. έχασαν την ελευθερία τους μαζί με την άλλη Ελλάδα.
Ρωμαιοκρατία.Η ιστορική μνήμη βασάνιζε τους πολίτες στα χρόνια της ρωμαιοκρατίας, παρά τη φαινομενικά καλή διαγωγή των κατακτητών απέναντί τους· οι Ρωμαίοι έδωσαν πάντα ιδιαίτερη προσοχή στην Α. και τη μεταχειρίστηκαν με ιδιαίτερο τρόπο. Οι καλλιτεχνικοί θησαυροί της πόλης λεηλατούνταν συνεχώς· οι κατακτημένοι αισθάνονταν πως το πνεύμα τους και τα έργα των χεριών τους στα νεοαττικά εργαστήρια γεννούσαν τον θαυμασμό και έστρεφαν την προσοχή των Ρωμαίων στην πόλη τους. Οι ίδιοι όμως οι Αθηναίοι φυτοζωούσαν· είχαν χάσει τα πάντα. Μισούσαν τον κατακτητή. Και όταν ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης ξεσηκώθηκε εναντίον των Ρωμαίων, συμμάχησαν μαζί του και αποστάτησαν. Αποτέλεσμα της ενέργειας αυτής στάθηκε η φοβερή πολιορκία της Α. από τον Σύλλα (86 π.Χ.), έναν από τους σκληρότερους Ρωμαίους στρατηγούς, που κυριολεκτικά κατέστρεψε την πόλη. Μετά τη νίκη του ο Σύλλας παραχώρησε στους Αθηναίους ένα είδος αυτονομίας. Απροσδόκητη ιστορική φάση, σύντομη, αλλά σπουδαία για την πόλη, στάθηκε η περίοδος της βασιλείας του φιλέλληνα αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.), ο οποίος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την Α., την επισκέφθηκε ο ίδιος και την ενίσχυσε με πολλούς τρόπους. Ύστερα από στασιμότητα αιώνων, η πόλη γνώρισε τότε άνθηση και σημαντική οικοδομική δραστηριότητα. Συνεχιστής της ίδιας πολιτικής υπήρξε, λίγο αργότερα, ο Ηρώδης Αττικός, που κόσμησε την Α. με το ομώνυμο ωδείο.
Οι πρώτοι χριστιανικοί χρόνοι. Είναι αξιοθαύμαστη για την ιστορία της Α. η ακαταπόνητη δραστηριότητά της στα γράμματα. Η οικονομική ζωή έφθινε, υπήρχαν όμως πάντα στον χώρο της μορφωμένοι άνθρωποι που στοχάζονταν και μπορούσαν να διδάξουν και τους άλλους. Από όλο τον ελληνικό κόσμο έρχονταν εδώ πολλοί πνευματικοί άνθρωποι για να διδάξουν και πλήθος νέοι για να μορφωθούν στις φιλοσοφικές σχολές. Στην Α. αναζητούσαν ουσιαστική μόρφωση όχι μόνο πιστοί της παλιάς θρησκείας αλλά και χριστιανοί (Ιουλιανός, Μέγας Βασίλειος κ.ά.). Τέλος, από τον Άρειο Πάγο ακούστηκε το κήρυγμα του Απόστολου Παύλου (51 ή 52 μ.Χ.) στους δύσπιστους Αθηναίους. Στη νέα θρησκεία προσχώρησαν λίγοι (Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Δάμαρις)· το μεγάλο πλήθος παρέμενε ακόμη φανατικά πιστό στους παλαιούς θεούς.
Οι δύο εχθρικές επιδρομές, των Ερούλων το 267 μ.Χ. και των Γότθων το 395, έφεραν νέες καταστροφές (η πρώτη μέσα στην πόλη και η δεύτερη στην περιοχή της Αττικής). Αργότερα έφτασε στην Κωνσταντινούπολη η κόρη του Αθηναίου φιλόσοφου Λεόντιου, η Αθηναΐς, που έγινε αυτοκράτειρα με το όνομα Ευδοκία και δημιούργησε μια έντονη πνευματική κίνηση στη Βασιλεύουσα συμβάλλοντας στην ίδρυση πανεπιστημίου.
Η πνευματική δραστηριότητα συνεχίστηκε αδιάλειπτα στην Α., έως την εποχή του Ιουστινιανού, που ήρθε το μεγαλύτερο χτύπημα: το κλείσιμο των φιλοσοφικών της σχολών με αυτοκρατορικό διάταγμα (529 μ.Χ.). Οι σχολές αυτές είχαν προσελκύσει παλαιότερα χριστιανούς ιεράρχες και νέους εθνικούς. Όμως γεννιόταν πλέον ένας νέος κόσμος διαφορετικός, που κεντρική του εστία ήταν η Κωνσταντινούπολη. Οι τελευταίοι πιστοί της Α., οι τραγικοί δάσκαλοι-φιλόσοφοι των περίφημων σχολών της, μετά το μοιραίο έτος 529, πήραν τον δρόμο της εξορίας· πήγαν να διδάξουν στην Περσία, κοντά στον βασιλιά Χοσρόη, που είχε φήμη προστάτη των γραμμάτων.
Όπως παλαιότερα ο Μεγάλος Κωνσταντίνος, έτσι και ο Ιουστινιανός αργότερα, μετέφεραν από την Α., αλλά και από την υπόλοιπη Ελλάδα, στην Κωνσταντινούπολη πολλά αρχαία μνημεία.
Η «σκοτεινή» περίοδος. Μεταξύ 6ου και 10ου αι. οι πληροφορίες σχετικά με την Α. είναι λιγοστές. Όταν το 727 πολλοί κάτοικοι της κυρίως Ελλάδας και των Κυκλάδων ξεσηκώθηκαν εναντίον της εικονομαχικής πολιτικής του Λέοντα Γ’ του Ίσαυρου, αναφέρεται και η Α. Και, πράγμα παράξενο, δύο Αθηναίες ακόμη, μετά την Αθηναΐδα-Ευδοκία, έγιναν αυτοκράτειρες στο Βυζάντιο: η Ειρήνη η Αθηναία, από τη μεγάλη οικογένεια των Σαραντάπηχων, η μητέρα του Κωνσταντίνου ΣΤ’ του Πορφυρογέννητου, και η Θεοφανώ, που έγινε σύζυγος του Σταυρακίου, γιου του Νικηφόρου Α’.
Σημαντικότατα για την περίοδο των τεσσάρων αυτών σκοτεινών για την Α. αιώνων είναι τα ακιδογραφήματα, που διατηρούνται πάνω στα μάρμαρα του Παρθενώνα και των Προπυλαίων. Την περίοδο αυτή τον κύριο ρόλο διαδραμάτιζε η θήβα.
Οι περιπέτειες της ζωής στον Μεσαίωνα (επιδρομές πειρατών, βαρβάρων, σιτοδείες, λοιμοί κλπ.) δεν άφησαν φυσικά άθικτη την πόλη, όπως αναφέρουν οι πηγές, ιδιαίτερα τα στοιχεία που δίνει ο επίσκοπος Μιχαήλ Χωνιάτης-Ακομινάτος, ο οποίος τόσο σπουδαίο ρόλο έπαιξε στην πολιορκία της πόλης από τον Λέοντα Σγουρό, έναν νέο επίδοξο τύραννο, άρχοντα τότε του Ναυπλίου, της Κορίνθου και της Θήβας.
Φραγκοκρατία. Οι Φράγκοι κυρίευσαν την Α. το 1205. Έως το 1308 την εξουσίαζε ο οίκος Ντε λα Ρος (δούκες της Α.), από το 1311 έως το 1387 οι Καταλανοί και αμέσως ύστερα η φλωρεντινή οικογένεια των Ατσαγιόλι, που άφησε τη Θήβα, έδρα των προηγούμενων Φράγκων ηγεμόνων, και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Α. Στην περίοδο της φραγκοκρατίας η ζωή μέσα στην Α., αλλά και κάθε δραστηριότητα των κατοίκων της, υπήρξε πολύ περιορισμένη. Αντίθετα, μπορεί κανείς να πει ότι γνωρίζει άνθηση η γύρω περιοχή της Αττικής, για την οποία δεν ενδιαφέρθηκαν οι Φράγκοι.
Τουρκοκρατία. Η φραγκοκρατία έκλεισε στην Α. με νέα κατάκτηση: το 1456 κυρίευσαν την πόλη οι Τούρκοι. Όπως είχαν σεβαστεί την παλαιά της φήμη οι Μακεδόνες βασιλείς και οι Ρωμαίοι, και συχνά της είχαν δείξει εύνοια παρά την αντίδραση των Αθηναίων εναντίον τους, έτσι και οι Τούρκοι της παραχώρησαν ειδικά προνόμια. Το 1458 επισκέφθηκε την Α. ο Μωάμεθ ο Β’ και, γεμάτος θαυμασμό, ανέβηκε στην Ακρόπολη. Αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση άρχισε να παρουσιάζεται πάλι κάποια δραστηριότητα του ελληνικού στοιχείου που ολοένα αυξανόταν. Τη διοίκηση την είχαν στα χέρια τους οι δημογέροντες και οι κάτοικοι ήταν χωρισμένοι σε τέσσερις τάξεις: άρχοντες, νοικοκυραίοι, παζαρίτες και ξωτάρηδες. Στους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας σημειώθηκε και κάποια πνευματική ζωή: ιδρύθηκαν μερικά σχολεία και σε κάποια από αυτά δίδαξαν ορισμένοι καλοί λόγιοι. Από τα μέσα του 17ου αι. αναφέρεται και εγκατάσταση ξένων πρόξενων στην Α. (Γαλλίας, Ολλανδίας, ιταλικών κρατών και Αγγλίας).
Το 1684 ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ Τούρκων και Ενετών. Ο Φραγκίσκος Μοροζίνι, που είχε κυριαρχήσει στην Πελοπόννησο, δέχθηκε πρόσκληση των Αθηναίων να τους ελευθερώσει από τον τουρκικό ζυγό και τον Σεπτέμβριο του 1687 αποβιβάστηκε στον Πειραιά. Οι Αθηναίοι τον περίμεναν ως λυτρωτή, ενώ οι Τούρκοι εγκατέλειψαν φοβισμένοι την κάτω πόλη και κλείστηκαν στην Ακρόπολη, έτοιμοι να αμυνθούν. Έστησαν τα κανόνια τους στα Προπύλαια και τότε γκρέμισαν τον ναό της Αθηνάς Νίκης. Στους γύρω λόφους (Πνύκα, Άρειο Πάγο, Μουσείο) στήθηκε το βενετσιάνικο πυροβολικό. Με την έναρξη της σύγκρουσης ένα βλήμα των Ενετών έβαλε φωτιά στην τουρκική πυριτιδαποθήκη μέσα στον Παρθενώνα. Ένα τμήμα από το λαμπρό μνημείο, που το είχαν σεβαστεί οι αιώνες και έστεκε ακέραιο πάνω στον Ιερό Βράχο, ανατινάχθηκε. Λίγες μέρες αργότερα οι Τούρκοι έφυγαν με ευρωπαϊκά καράβια στη Μικρά Ασία. Κυρίευσαν την πόλη οι Ενετοί, για να την εγκαταλείψουν όμως πολύ σύντομα (Απρίλιος 1688). Τότε υποχρεώθηκαν να φύγουν και οι περισσότεροι Αθηναίοι. Όταν μπήκαν πάλι οι Τούρκοι στην πόλη τη βρήκαν έρημη και η κατάσταση αυτή κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια. Μόνο το 1690, ύστερα από ειδική άδεια του σουλτάνου, κατόρθωσαν να επιστρέψουν λίγοι κάτοικοι. Αρκετές αθηναϊκές οικογένειες εγκαταστάθηκαν τότε, με την άδεια των Ενετών, στην Πελοπόννησο. Η σύνθεση του αθηναϊκού πληθυσμού αλλοιώθηκε τότε και δημιουργήθηκε μία νέα τάξη εύπορων πολιτών. Η πόλη διοικούταν πάλι από τους προεστούς, που εκλέγονταν κάθε χρόνο, και μία φορά την εβδομάδα δίκαζαν, μαζί με τον μητροπολίτη, τις διαφορές των πολιτών. Τα προνόμια που είχαν παραχωρήσει οι Τούρκοι στους Αθηναίους από την αρχή ίσχυαν πάντα. Έτσι το πρώτο μισό του 18ου αι. ανακουφίστηκε ο ελληνικός πληθυσμός, που σιγά-σιγά γνώριζε και πάλι μια αξιοσημείωτη άνθηση μέσα στην τουρκική κατοχή: άρχισαν να λειτουργούν σχολεία και να χτίζονται πολλά σπίτια, ενώ η περιφέρεια της Αττικής γέμισε με πλήθος εκκλησάκια.
Το 1754 ξέσπασε επανάσταση Τούρκων και Ελλήνων κατοίκων στην Α., με αποτέλεσμα να χάσουν οι Αθηναίοι πολλά από τα προνόμιά τους, όταν οι Τούρκοι θέλησαν να τιμωρήσουν τους υπεύθυνους. Η φορολογία αυξήθηκε πολύ και, το χειρότερο, την εποχή των Ορλοφικών ορδές Αλβανών ρήμαξαν την Αττική, για να καταπτοήσουν το ελληνικό στοιχείο, ώστε να μην επαναστατήσει. Η περίοδος της τυραννίας του φρούραρχου Χατζή-Αλή Χασεκή (1775-95) υπήρξε πραγματικά καταστροφική και για την πόλη και για τους κατοίκους της. Πολλοί πρόκριτοι εξαφανίστηκαν, άλλοι βασανίστηκαν· κυριαρχούσαν η βαρβαρότητα και η αυθαιρεσία.Οι συχνές επιδημίες συμπλήρωσαν την αποδεκάτιση του πληθυσμού. Μόνον όταν ο φοβερός αυτός φρούραρχος απομακρύνθηκε από την πόλη γλίτωσαν οι Αθηναίοι.
Από τις αρχές του 19ου αι. άρχισε νέο κακό: η λεηλασία των αρχαιοτήτων από τους φιλάρχαιους ξένους επισκέπτες, τους αρχαιολογούντας επιδρομείς (Έλγιν και άλλους ξένους, που συχνά μάλιστα είχαν και επίσημη ιδιότητα).
Η Επανάσταση του 1821.Το προετοιμασμένο από τη Φιλική Εταιρεία έδαφος, στην οποία είχαν προσχωρήσει πολλοί Αθηναίοι, τους έδωσε την ευκαιρία να μπουν αμέσως στον Αγώνα για την ανεξαρτησία του έθνους. Πριν ακόμη ξεσπάσει η επανάσταση στην Α., ο Μελέτης Βασιλείου, από τη Χασιά, άρχισε να ετοιμάζει στρατιωτική δύναμη. Όταν τον Απρίλιο ανήσυχοι οι Τούρκοι συνέλαβαν σπουδαίους Αθηναίους πρόκριτους για όμηρους και τους έκλεισαν στην Ακρόπολη, οι επαναστατημένοι χωρικοί της Αττικής κυρίευσαν την Α. και πολιόρκησαν την Ακρόπολη (25 Απριλίου 1821), έως τη στιγμή που κατέβηκε προς την Αττική ο Ομέρ Βρυώνης και αναγκάστηκαν να αποσυρθούν. Η πολιορκία ξανάρχισε τον Νοέμβριο του 1821 και στις 10 Ιουνίου 1822 η Ακρόπολη παραδόθηκε και υψώθηκε, ύστερα από πολλών αιώνων δουλεία, η ελληνική σημαία στον Ιερό Βράχο.
Η φοβερή όμως διχόνοια μεταξύ των οπλαρχηγών, μελανότατο σημείο της εποχής, εκδηλώθηκε και στην Α., όταν την αρχηγία των στρατιωτικών σωμάτων της Αττικής ανέλαβαν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο Ιωάννης Γκούρας. Τότε (1822-23) παρουσιάστηκε η άξια μορφή του στρατηγού Μακρυγιάννη, που υπήρξε αποφασιστικός διαλλακτής, εχθρός της διχόνοιας, αμείλικτος διώκτης των υπερβασιών, συμφιλιωτής των αντιμαχόμενων αρχηγών, κυριολεκτικά η παρηγοριά των Αθηναίων στις δύσκολες εκείνες μέρες, που τον αγάπησαν ως πολιτάρχη τους· αλλά και εκείνος δέθηκε συναισθηματικά με την πόλη. Τραγικά ανάμεσα στα άλλα δεινά του έθνους, κατά τα δύσκολα εκείνα χρόνια, ήταν τα σχετικά με τη φυλάκιση και τον θάνατο ενός από τους μεγαλύτερους οπλαρχηγούς του Αγώνα, του Οδυσσέα Ανδρούτσου, που το αίμα του έβαψε τη βόρεια πλαγιά του Ιερού Βράχου.
Τον Αύγουστο του 1826 κατέλαβε την Α. ο Κιουταχής και άρχισε την πολιορκία των Ελλήνων που κατέφυγαν στην Ακρόπολη. Από έξω βοηθούσαν τους πολιορκούμενους ο Καραϊσκάκης, ο Γκούρας, ο Γάλλος στρατηγός Φαβιέρος. Στις σκληρές μάχες του Σερπεντζέ διακρίθηκε και πάλι για την αυτοθυσία, το θάρρος και τη στρατηγική του ιδιοφυΐα ο Μακρυγιάννης, που βρέθηκε ξανά στην αγαπημένη του πόλη. Η πολιορκία συνεχίστηκε έως το 1827, οπότε, μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, οι ελληνικές δυνάμεις, εφαρμόζοντας το αποτυχημένο σχέδιο επίθεσης που είχαν οργανώσει οι ξένοι Κόχραν και Τσορτς, έπαθαν κυριολεκτική πανωλεθρία από τους Τούρκους στη μάχη του Αναλάτου. Η Ακρόπολη παραδόθηκε (24 Μαΐου) και οι Έλληνες υπερασπιστές της κατέφυγαν, με τη μεσολάβηση του Γάλλου ναύαρχου Ντε Ρινί, στα κοντινά νησιά, όπου έμειναν αναγκαστικά έως το 1830, που υπογράφηκε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου.
Η απελευθέρωση.Η Ακρόπολη εξακολουθούσε να παραμένει στα χέρια των Τούρκων, ενώ η κάτω πόλη ήταν ελεύθερη. Μόνο τον Μάρτιο του 1833 αποχώρησε τελικά η τουρκική φρουρά.
Το 1834 επισκέφθηκε για πρώτη φορά την κατερειπωμένη Α. ο βασιλιάς Όθων. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους η πόλη ανακηρύχθηκε Βασιλική Καθέδρα και Πρωτεύουσα. Στην παλιά, λαμπρή πόλη υπήρχαν εκείνη την ώρα λίγα σπίτια χωρίς στέγη, ενώ οι δρόμοι ήταν γεμάτοι ερείπια. Ο ελάχιστος πληθυσμός αντιμετώπιζε τεράστιες δυσκολίες. Όμως η ζωή, που παρά τις περιπέτειες χιλιετιών δεν σταμάτησε ποτέ στην αιώνια αυτή πόλη, πήρε και πάλι πολύ γρήγορα νέο ρυθμό. Με την εγκατάσταση των αρχών στη νέα πρωτεύουσα άρχισε μια καινούργια εποχή. Μέσα από το πλήθος των ερειπίων νέες δυνάμεις με νέα ιδανικά θεμελίωναν μέρα με την ημέρα μια νέα ζωή. Η ιστορία της Α. από εδώ και πέρα ταυτίζεται με την ιστορία της Ελλάδας.
Τέχνη
Έργα τέχνης, κυρίως κεραμικής, υπάρχουν στην Α. και στην Αττική, από την απώτατη αρχαιότητα. Σε σπουδαίο κέντρο τέχνης όμως αναδεικνύεται η Α. από το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου. Εδώ γεννιέται η πρωτογεωμετρική αγγειοπλαστική (1050-900 π.Χ.) και ετοιμάζει τις υψηλές δημιουργίες του γεωμετρικού ρυθμού (900-700 π.Χ.) με τα μνημειακά αγγεία, που θα αποτελέσουν τον πρώτο μεγάλο σταθμό της ελληνικής τέχνης. Η αττική τέχνη της εποχής αυτής θα ασκήσει αναμφισβήτητη επίδραση σε όλο τον ελληνικό κόσμο. Και όταν, γύρω στο 700 π.Χ., η ελληνική τέχνη μεταμορφώνεται, κάτω από ανατολικές επιδράσεις, η Α. θα σταθεί πάλι στην πρώτη γραμμή (πρωτοαττικά αγγεία, 700-630 π.Χ.) και θα κατορθώσει να συνθέσει τη ζωτική ορμή των νέων μορφών με την αρχιτεκτονική στερεότητα της γεωμετρικής παράδοσης, κρατώντας πάντα το μεγαλόπνοο και μνημειακό στοιχείο, που θα οδηγήσει στα επιτεύγματα των αρχαϊκών χρόνων. Άλλες περιοχές (π.χ. η Κόρινθος) περιορίζονται σε μια έξοχη, αλλά μικρογραφική αντίληψη μορφών και σχημάτων. Το τέλος του 7ου αι. π.Χ. βρίσκει την Α. έτοιμη να προχωρήσει στον δρόμο της πιο μεγάλης τέχνης. Η κεραμική της θα κυριαρχήσει σε όλο τον κόσμο· η γλυπτική της θα συναγωνιστεί και θα ξεπεράσει κάθε άλλο ελληνικό κέντρο· η αρχιτεκτονική της θα σταθεί στην πρώτη γραμμή της πανελλήνιας προσφοράς.
Κεραμική. Με την εισαγωγή του μελανόμορφου ρυθμού (620-530 π.Χ.), η Α. θα προσφέρει μαζί με τα υποδειγματικά σχήματα των αγγείων και πλούσιο αγγειογραφικό υλικό, με θέματα εμπνευσμένα από τη μυθολογία και την καθημερινή ζωή. Μεγάλοι αγγειοπλάστες και αγγειογράφοι, όπως ο ζωγράφος του Νέσσου, ο Εργότιμος και ο Κλιτίας, ο Λυδός, ο Νέαρχος και κυρίως ο Άμασις και ο μεγάλος Εξηκίας, φτάνουν συχνά τα όρια της μεγάλης τέχνης, με τις τέλειες ζωγραφικές τους ικανότητες, τη φαντασία και την έμπνευση. Και όταν γύρω στο 525 π.Χ. ο Ανδοκίδης ανατρέπει την παράδοση εισάγοντας τον ερυθρόμορφο ρυθμό, η αττική αγγειογραφία βρίσκει νέους δρόμους και απεριόριστες δυνατότητες να εκφραστεί με το σχέδιο. Η καινούργια τεχνική του ερυθρόμορφου ρυθμού δίνει νέα ορμή στους τεχνίτες. Τους αγγειογράφους τούς απασχολούν τώρα προβλήματα χώρου, ακόμα και προοπτικής, η μελέτη της ανατομίας, η απόδοση όλων των δυνατών στάσεων του ανθρώπινου σώματος. Από τους μεγάλους πρωτοπόρους του τέλους του 6ου αι. π.Χ. (Ευφρόνιο, Ευθυμίδη) θα περάσουμε, στις αρχές του 5ου, στους μεγαλύτερους τεχνίτες του ρυθμού αυτού (ζωγράφος του Κλεοφράδη, του Βερολίνου, του Βρύγου), που με την ευαίσθητη εικονογράφηση των μύθων θα δημιουργήσουν μορφές απαράμιλλης ευγένειας και θα υψωθούν κάποτε στο επίπεδο της τραγωδίας. Θα ακολουθήσουν τεχνίτες που θα πλουτίσουν την παράδοση (ζωγράφοι των Νιοβιδών, της Πενθεσίλειας, του Αχιλλέα), ενώ παράλληλα θα αναπτυχθεί μια μοναδική σχεδιαστική στις λευκές ληκύθους, όπου το θέμα του θανάτου θα βρει την τραγικά ανθρώπινη έκφρασή του.
Σπουδαίο σύνορο για την αγγειογραφία της Αττικής, από το 470 π.Χ. και ύστερα, αποτελεί η εκπληκτική τέχνη του Πολύγνωτου. Τον αποκάλεσαν ηθογράφο, οι αρχαίοι, γιατί πρώτος εκείνος δίνει νέα μηνύματα με τη σπουδαία ζωγραφική του δημιουργία, προσδίδοντας στις μορφές δραματική έκφραση, διευκρινίζοντας ψυχικές καταστάσεις. Εκείνος ακόμη δίνειπρώτος πλάτος και βάθος στις παραστάσεις, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια πρώτη κατάκτηση της προοπτικής στη ζωγραφική. Η τέχνη του, που για μας είναι χαμένη, αφού χάθηκαν όλες οι μεγάλες του συνθέσεις, επηρεάζει βαθύτατα την αττική αγγειογραφία έως τα χρόνια του Παρθενώνα. Αλλά ο τολμηρός δρόμος που άνοιξε με τον ερυθρόμορφο ρυθμό, η ικανότητα να μεταφερθούν στην αγγειογραφία οι κατακτήσεις της μεγάλης ζωγραφικής, είχε ρίξει και το σπέρμα της φθοράς. Από τα τέλη του 5ου αι. η αττική αγγειογραφία, υπερβολικά τολμηρή και πλούσια, οδεύει προς συνθέσεις παραφορτωμένες, περισσότερο ζωγραφικές παρά σχεδιαστικές.
Όλος ο 4ος αι., έως το 320 π.Χ., όταν σταματά ο ερυθρόμορφος ρυθμός, παρουσιάζει έργα κάποτε εντυπωσιακά, πάντοτε όμως αποστερημένα από τη δύναμη και την ευγένεια της παλαιότερης αγγειογραφίας. Συγχρόνως η Α. θα χάσει και τις αγορές της Ιταλίας, όπου τώρα εγχώρια εργαστήρια (Απουλίας, Καμπανίας κ.ά.) θα μιμηθούν τα αττικά πρότυπα, χωρίς όμως να έχουν τις μεγάλες αρετές εκείνων. Η παραγωγή όμως εξακολουθεί να είναι άφθονη· τώρα την απορροφούν νέες αγορές: οι διάφορες ελληνικές αποικίες στη Μαύρη θάλασσα. Η ερυθρόμορφη αγγειογραφία πάντως έχει σταματήσει οριστικά· τη θέση της παίρνουν απλά μελαμβαφή αγγεία, με περιορισμένη φυτική διακόσμηση. Η κάμψη αυτή έχει τις αιτίες της στη γενικότερη πολιτική και οικονομική εξασθένηση της Α. Όταν μάλιστα, κατά τα μέσα του αιώνα, η νέα μεγάλη ελληνική δύναμη, η Μακεδονία, απλώνει την κυριαρχία της, φυσικό είναι τα παλαιά ελληνικά κέντρα να εξασθενήσουν.
Πλαστική. Η πλαστική των αρχαϊκών χρόνων ακολουθεί πορεία παράλληλη προς την κεραμική. Από το 620 π.Χ., όταν πρωτοπαρουσιάζεται η αττική πλαστική με το κεφάλι του Διπύλου και τον Κούρο της Νέας Υόρκης, έως τα τέλη του 6ου αι., όταν η σειρά κλείνει με τον εξαίρετο Αριστόδικο, οι Αθηναίοι γλύπτες στέκονται ανάμεσα στους Πελοποννήσιους και τους Κυκλαδίτες ομότεχνούς τους και δίνουν στην αττική πλαστική τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Οι αττικοί Κούροι αποτελούν αδιάκοπη σειρά, όπου η μελέτη του γυμνού νεανικού σώματος κατακτά βήμα προς βήμα τη σωστή πλαστική έκφραση (Κούροι Σουνίου, Βολομάνδρας, Μονάχου, Κροίσος, Αριστόδικος)· οι αττικές Κόρες συμπληρώνουν την εικόνα με τη μελέτη της ντυμένης γυναικείας μορφής, κυρίως ύστερα από το 550 π.Χ. (Αφροδίτη της Λιό, Πεπλοφόρος, Κόρη Αντήνορος, Σφιγγοπρόσωπη αρ. 674, το κεφάλι αρ. 643, η Κόρη του Ευθυδίκου). Δίπλα στους δυο αυτούς τύπους, άλλα ελεύθερα γλυπτά, όπως ο ιππέας Rampin, το λαγωνικό από την Ακρόπολη, ο Θησέας, πολλά αναθηματικά άλογα με τους ιππείς τους κ.ά., καθώς και οι ανάγλυφες επιτύμβιες στήλες, που κάποτε ξεπερνούν τα 4 μ. (στήλη Νέας Υόρκης), μαρτυρούν τη δραστηριότητα των Αθηναίων τεχνιτών. Αλλά περισσότερο ίσως από όλα αυτά, τη γλυπτική της Α. μπορούμε να την εκτιμήσουμε στις μεγαλόπνοες συνθέσεις των ναών. Τα πώρινα εναέτια γλυπτά από την Ακρόπολη είναι τα πρώτα επιβλητικά δείγματα της αρχιτεκτονικής πλαστικής, που θα μας χαρίσει γύρω στα 525 π.Χ. το εξαίρετο αέτωμα του ναού των Πεισιστρατιδών και στις αρχές του 5ου αι. τις μετόπες του θησαυρού των Αθηναίων. Τότε ακριβώς η αθηναϊκή πλαστική δίνει τα τελευταία έργα του ύστατου αρχαϊσμού, αλλά και τα πρώτα της νέας εποχής.
Με το γνωστό ως Παιδί του Κριτία σπάει πια η αρχαϊκή στάση του Κούρου, λυγίζει το ένα γόνατο και δημιουργείται η αντικίνηση, μια κατάκτηση που θα επηρεάσει την ευρωπαϊκή πλαστική έως τις μέρες μας. Μεσολαβούν τα χρόνια των Περσικών πολέμων (490-479 π.Χ.) και η μεταπολεμική περίοδος, όταν οι Αθηναίοι φροντίζουν να ξαναχτίσουν την ερειπωμένη πόλη τους. Η δραστηριότητα του Μύρωνα αποτελεί τη λαμπρή εισαγωγή των κλασικών χρόνων. Και ύστερα η πλαστική κάνει την κορυφαία παρουσία της στην Α. με τη μοναδική φυσιογνωμία του Φειδία και τις ανεπανάληπτες δημιουργίες του Παρθενώνα (447-432 π.Χ.). Ποτέ πριν και ποτέ μετά η γλυπτική δεν παρουσίασε ένα τόσο πυκνό, πλούσιο και υψηλό σύνολο γλυπτών έργων. Την παράδοση του Φειδία θα συνεχίσουν οι άμεσοι μαθητές του (Αλκαμένης, Αγοράκριτος, Κολώτης κ.ά.). Η καλλιτεχνική δημιουργία δεν διακόπτεται ούτε στον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.). Στο διάστημα αυτό φιλοτεχνούνται τα θαυμάσια γλυπτά του θωρακίου του ναού της Αθηνάς Νίκης, στην Ακρόπολη, αλλά και τα γλυπτά του Ερεχθείου κ.ά. Προς την καλλιτεχνική δραστηριότητα που αναπτύσσεται στον Παρθενώνα δεν είναι ίσως άσχετη η πλούσια παραγωγή λαμπρών επιτύμβιων στηλών, στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. (στήλη Σαλαμίνας, Ηγησώς κλπ.), που με την πλατιά επίδρασή της δημιουργεί μια πανελλήνια πλαστική γλώσσα μέσα στον 4ο αι., ακόμη και σε περιοχές (π.χ. Βόρεια Ελλάδα) που έως τότε ήταν εξαρτημένες καλλιτεχνικά από άλλα κέντρα. Η κάμψη, όπως και στην κεραμική, αρχίζει από τον 4ο αι., αν και θα παρουσιαστούν ακόμη μερικά έξοχα δείγματα, όπως τα επιτύμβια ανάγλυφα (στήλη του Δεξίλεω, 394 π.Χ., του Iλισού, 340 π.Χ.) έως την εποχή που η απαγόρευση του Δημήτριου του Φαληρέα (317-307 π.Χ.), θα σταματήσει απότομα στην Α. για μεγάλο διάστημα την ιστορία της αττικής επιτύμβιας στήλης. Η μεγάλη δόξα της Α. στον 4ο αι. είναι ο Πραξιτέλης, που η φήμη του στάθηκε υπερβολικά μεγάλη σε όλη την αρχαιότητα. Την περίοδο αυτή θα κλείσουν δύο ακόμη μεγάλοι γλύπτες, ο Λεωχάρης και ο Σιλανίων, που έζησαν στα τελευταία χρόνια του 4ου αι. π.Χ. Στην αρχή των ελληνιστικών χρόνων πρέπει να μνημονευθούν ο Χαιρέστρατος και ο Πολύευκτος (ανδριάντας Δημοσθένη). Η πλαστική παράδοση δεν σταμάτησε ποτέ στην Α. Οι ανασκαφές έχουν δώσει μερικά λαμπρά δείγματα γλυπτών των ελληνιστικών χρόνων. Ωστόσο, το κέντρο βάρους έχει μετατοπιστεί πια προς άλλες περιοχές, όπου θα αναφανούν τα νέα ρεύματα. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την περίοδο της ρωμαιοκρατίας. Η αττική πλαστική θα προσφέρει δείγματα που μαρτυρούν ευγένεια και μακρότατη παράδοση, ωστόσο δεν θα χαράξει νέους δρόμους: θα κλασικίσει (νεοαττικά ανάγλυφα) ή θα ακολουθήσει τους άλλους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στους δύο τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες, αλλά και στους δύο πρώτους μεταχριστιανικούς, δεν υπάρχει καμιά ενιαία γραμμή στην πλαστική έκφραση. Αθηναίοι γλύπτες είναι και πάλι οι σπουδαιότεροι δημιουργοί. Και όχι μόνο στα εργαστήρια της Α., όπου Ρωμαίοι επίσημοι παραγγέλνουν άφθονα ελληνικά αντίγραφα μεγάλων έργων παλαιότερων φημισμένων καλλιτεχνών, για να στολίσουν με αυτά τις επαύλεις τους, αλλά και στην ίδια τη Ρώμη εργάζονται, Έλληνες τεχνίτες κυρίως Αθηναίοι.
Η πλαστική στην Α. έχει εκπληκτικά αποτελέσματα και στην απόδοση των καθαρά ατομικών χαρακτηριστικών του κάθε προσώπου (πορτρέτα) που είναι η τάση της εποχής. Περίφημα για τους χρόνους αυτούς είναι τα κεφάλια των κοσμητών που στήνονται σε ερμαϊκές στήλες, έργα ρεαλιστικά υψηλής πραγματικά ποιότητας, ενώ ταυτόχρονα φιλοτεχνούνται και έργα που κλασικίζουν, πάνω σε καθαρά ιδεαλιστικά πρότυπα.
Αρχιτεκτονική. Από τα αρχιτεκτονικά μνημεία των αρχαϊκών χρόνων δεν άφησε τίποτε όρθιο η περσική καταστροφή του 480 π.Χ. Μόνο από τα λείψανά τους μπορούμε να μαντέψουμε τη μεγάλη απώλεια. Η αρχιτεκτονική δραστηριότητα είναι μοναδική στην Α. κατά τον 5ο αι., όταν μέσα σε περίπου 5Ο χρόνια η Ακρόπολη παίρνει τη μορφή που διατηρεί μέχρι σήμερα. Ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο, τα Προπύλαια, ο ναός της Αθηνάς Νίκης, δημιουργήματα μεγάλων αρχιτεκτόνων (Ικτίνος, Μνησικλής, Καλλικράτης), αντιπροσωπεύουν το καθένα μια διαφορετική πλευρά του αθηναϊκού πνεύματος στην αρχιτεκτονική, όπου συγχωνεύονται με τόλμη όλα τα στοιχεία της ελληνικής αρχιτεκτονικής παράδοσης σε μια παραδειγματική μορφή. Και έξω από την Ακρόπολη, η Α. όπως και ολόκληρη η Αττική, αποκτά δημόσια κτίρια και νέους λαμπρούς ναούς: του Ηφαίστου και της Αθηνάς (το σημερινό Θησείο) στην Αγορά, του Ποσειδώνα στο Σούνιο, της Νέμεσης στον Ραμνούντα, του Άρη στις Αχαρνές, όλους σε σχέδια ενός εμπνευσμένου, άγνωστου αρχιτέκτονα. Η αρχιτεκτονική δραστηριότητα μετριάζεται μετά τον 5ο αι. Κατά τον 4ο αι. οικοδομήματα στην Α. ανεγείρονται λίγα και όχι ιδιαίτερα σημαντικά. Εξαίρεση αποτελεί η αποπεράτωση του Διονυσιακού θεάτρου από τον Λυκούργο και η διαμόρφωσή του έτσι όπως έμεινε έως σήμερα (και μετά τη ρωμαϊκή επισκευή της εποχής του Νέρωνα) και η οικοδόμηση ορισμένων κτιρίων στην Αγορά. Η άνθηση του 2ου αι. π.Χ., με τη χορηγία των Περγαμηνών βασιλέων (Στοά Αττάλου), την ανοικοδόμηση στοών και άλλων δημόσιων κτιρίων, αποτελεί αναλαμπή, που δεν οδηγεί σε αναγέννηση του παλαιού πνεύματος. Η Α. δεν θα δώσει πια τα υψηλά δείγματα των αρχιτεκτονικών συλλήψεων, τις νέες μορφές με τη γόνιμη επίδραση, θα στολιστεί με πολλά ακόμα κτίρια, αλλά δεν θα δημιουργήσει η ίδια αρχιτεκτονικά πρότυπα.
Μεγάλη αρχιτεκτονική δραστηριότητα γνωρίζει η Α. στα χρόνια του Αυγούστου, που θα κορυφωθεί στην περίοδο του Αδριανού και θα συνεχιστεί επί Ηρώδη του Αττικού. Το πνεύμα της τέχνης των παλαιότερων εποχών αλλάζει· προσαρμόζεται στη μεγαλοστομία και στο πομπώδες της εποχής. Μεγάλα και ψηλά κτίρια, με δάσος σχεδόν από κολόνες, καλλιέργεια του κορινθιακού ρυθμού, που γνωρίζει διάφορες παραλλαγές, και γενικά εξαφάνιση του μέτρου διακρίνουν την περίοδο αυτή, που απέδωσε πολλά και εντυπωσιακά έργα, χωρίς ωστόσο νέο πνεύμα δημιουργίας.
Μετά τη δύση του αρχαίου κόσμου. Αν η Α. δεν είχε μείνει, μετά τη δύση του αρχαίου κόσμου, μια πόλη-σύμβολο στη συνείδηση των κατοίκων της, θα έπρεπε να είχε πέσει ολότελα στη σκιά της ιστορίας, όπως άλλες επαρχιακές πόλεις της μεγάλης χριστιανικής αυτοκρατορίας. Το θαυμαστό στην περίπτωσή της είναι ότι παρά την έλλειψη ιστορικής δραστηριότητας, εξακολούθησε να παράγει έργα τέχνης, στα οποία ξεχωρίζει πάντα, σε κάθε φάση της πορείας της τέχνης, η ιδιαίτερη σφραγίδα που τη χαρακτήριζε από την αρχαιότητα: κομψότητα, λεπτότητα και ψυχισμός.
Στο διάστημα των έξι πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων η δημιουργική πνοή της πλαστικής (δηλαδή του κλάδου της τέχνης όπου η πόλη είχε κυριολεκτικά μεγαλουργήσει) είναι αναμφισβήτητη, όσες φορές οι τεχνίτες της καταπιάστηκαν με έργα εθνικά, πορτρέτα φιλόσοφων κλπ. Με τον θρίαμβο όμως του χριστιανισμού, η πλαστική, που είχε θεωρηθεί ο κατεξοχήν ειδωλολατρικός κλάδος τέχνης, έπεσε σε δεύτερη μοίρα, όπως άλλωστε σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, και καλλιεργήθηκε ως θεραπαινίδα της αρχιτεκτονικής (θωράκια τέμπλων και άλλα αρχιτεκτονικά γλυπτά, που στόλιζαν όσους από τους μεγάλους αρχαίους ναούς έγιναν σύντομα χριστιανικές εκκλησίες ή τις μεγάλες παλαιοχριστιανικές βασιλικές που ιδρύθηκαν μέσα στην Α., για πρώτη φορά, έως τον 6ο αι.).
Δείγματα της ζωγραφικής δεν διατηρήθηκαν, γιατί με τοπέρασμα του χρόνου διαλύθηκαν, ακολουθώντας τη μοίρα των μνημείων που είχαν στολίσει. Γίνονται όμως ωραία ψηφιδωτά –τα καλύτερα της εποχής προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από την παλαιοχριστιανική βασιλική του Ιλισού.
Η αρχιτεκτονική είναι ο κύριος κλάδος που καλλιεργείται, όσο μπορούμε σήμερα να καταλάβουμε από τα ευρήματα των ανασκαφών: δύο τουλάχιστον μεγάλες τρίκλιτες βασιλικές κοντά στον ναό του Ολυμπίου Διός· ένα μεγάλο τετράκογχο κτίριο, με μια λαμπρή αίθουσα για διαλέξεις, μέσα στον περίβολο της βιβλιοθήκης του Αδριανού· ένα σπουδαίο και πολύπλοκο οικοδόμημα στα νότια της Ακρόπολης, που ίσως ήταν η περίφημη σχολή των Νεοπλατωνικών· αλλά και ο Παρθενώνας και το λεγόμενο Θησείο και το Ερέχθειο και το Ασκληπιείο, καθώς και άλλα αρχαία μνημεία μετατρέπονται σε χριστιανικούς ναούς.
Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν από τους σκοτεινούς αιώνες (7ος-9ος), όταν ύστερα από το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών η Α. στερήθηκε την κύρια δραστηριότητά της. Μόνο κάποια αρχιτεκτονικά ανάγλυφα έχουν διατηρηθεί (τα καλύτερα είναι εντοιχισμένα στον Άγιο Ελευθέριο). Τότε ανοικοδομείται η εκκλησία της Μεγάλης Παναγιάς, στην αυλή της Βιβλιοθήκης του Αδριανού. Στον 8ο αι. π.Χ. η Α. γίνεται έδρα μητροπολίτη, γεγονός που αποτελεί μαρτυρία για μια ιδιαίτερη ανάπτυξη της πόλης. Προς το τέλος της περιόδου εισβάλλουν ανατολικά στοιχεία στην τέχνη. Είναι γνωστό ότι στον 9ο αι. χτίζονται μια σειρά νέες εκκλησίες (π.χ. Άγιος Ιωάννης ο Μαγκούτης) που σήμερα δεν υπάρχουν πια.
Από τον 10ο-12ο αι. η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και μαζί η ψηφιδογραφία κυριολεκτικά θριαμβεύουν στην Αθήνα. Με την άνοδο της Μακεδονικής δυναστείας η οικοδομική δραστηριότητα εντείνεται. Χτίζονται (μεταξύ 10ου-12ου αι.) οι περισσότερες από τις εκκλησίες που διατηρούνται έως σήμερα, ενώ συγχρόνως ανακαινίζονται όσοι αρχαίοι ναοί είχαν γίνει χριστιανικοί, καθώς και οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Η πρώτη αξιόλογη αθηναϊκή εκκλησία που κατασκευάζεται είναι οι Άγιοι Απόστολοι, στην περιοχή της αρχαίας Αγοράς (1000-25). Άλλες σπουδαίες εκκλησίες είναι η Καπνικαρέα, ο Άγιος Ελευθέριος, οι Άγιοι Θεόδωροι, η Σωτήρα Λυκοδήμου (Ρωσική Εκκλησία), και έξω από την Αθήνα ο ναός της μονής Δαφνίου (περ. 1080), το καθολικό της μονής Καισαριανής (ύστερος 11ος αι.), η Όμορφη Εκκλησιά (Ομορφοκκλησιά), και διάφορες άλλες στα Μεσόγεια της Αττικής. Οι ναοί τώρα έχουν πιο φροντισμένη κατασκευή και διαθέτουν τρούλο. Οι αναλογίες τους είναι ιδιαίτερα κομψές. Χτίζονται σε διάφορους τύπους: τετράγωνο με τρούλο, οκταγωνικό κλπ. Οι τοίχοι τους είναι κατασκευασμένοι με πελεκητές πέτρες και με λεπτά διαχωριστικά τούβλα. Ο αρχιτέκτονας παίζει σχεδόν με τη χρησιμοποίηση των τούβλων, που δίνουν ένα ξεχωριστό χρώμα στην όψη του κτιρίου, καθώς περιτρέχουν τα παράθυρα ή τις πόρτες ή μπαίνουν σε οδοντωτές σειρές, σε ζώνες, πάνω στις επιφάνειες των τοίχων ή ως επίστεψή τους. Το εκπληκτικό είναι ότι οι άγνωστοι τεχνίτες, που δημιούργησαν αυτά τα κτίρια, έπλασαν λιτούς όγκους, με καθαρή διάρθρωση των επιπέδων επιφανειών, χωρίς πλαστικές εξάρσεις, όπως συνηθίζεται πολύ σε άλλες περιφέρειες του ελλαδικού χώρου, ακολουθώντας πάντα την απλότητα της αρχαίας τέχνης. Από τις εκκλησίες αυτές ξεχωρίζει η Γοργοεπήκοος (Άγιος Ελευθέριος) για την παράξενη χρήση αρχαίου υλικού, που προτίμησε σχεδόν αποκλειστικά ο αρχιτέκτονάς της, χωρίς όμως να ξεφύγει από τη βυζαντινή γραμμή. Κάθε καλή εκκλησία αυτών των χρόνων είναι μια ξεχωριστή άξια δημιουργία. Οι αναλογίες των κτιρίων είναι βαρύτερες στην αρχή και έχουν πυκνή διακόσμηση στους τοίχους. Σιγά-σιγά όμως οι αναλογίες ισορροπούν, τα μέτρα γίνονται αρμονικότερα με το σύνολο και η διακόσμηση πιο λιτή και οργανική. Οι εξωτερικοί τοίχοι αποκτούν πλαστική αξία, ενώ το εσωτερικό των εκκλησιών λάμπει σαν φως με τα χρώματα της ζωγραφικής ή της ψηφιδωτής διακόσμησης. Όλα τα αθηναϊκά μνημεία, όχι μεγάλα σε μέγεθος, κατακτούν τον επισκέπτη με την πνευματικότητά τους, που αναδύεται από τη χάρη και την κομψότητα, παρά τη σχετική ευτέλεια των υλικών. Εξαίρεση μοναδική αποτελεί η περίλαμπρη ψηφιδωτή διακόσμηση στο Δαφνί, που αναδεικνύει με ιδιαίτερη λαμπρότητα τις μορφές.
Γενικά, τα αθηναϊκά μνημεία, καθώς καιτα διάφορα εκθέματα των αθηναϊκών μουσείων, αποτελούν ένα σύνολο, χαρακτηριστικό του πάθους των Αθηναίων για το ωραίο. Σήμερα, τα αθηναϊκά μνημεία και μουσεία, προσελκύουν κάθε χρόνο χιλιάδες ξένους επισκέπτες.
Φραγκοκρατία. Από τη φραγκοκρατία (13ος-15ος αι.) λιγοστές περιπτώσεις καλλιτεχνικής δραστηριότητας σημειώνονται μέσα στην Α., γιατί οι ξένοι ηγεμόνες, αφού τακτοποίησαν τη μόνιμη διαμονή τους τροποποιώντας μνημεία στην Ακρόπολη, δεν ενδιαφέρθηκαν γενικότερα για την πόλη. Από την εποχή αυτή διατηρούνται στο Βυζαντινό Μουσείο μερικά γλυπτά, χαρακτηριστικά των νέων επιδράσεων που αναπόφευκτα φέρνουν οι ξένοι (η Μεταμόρφωση, κάτω από την Ακρόπολη, τότε χτίστηκε). Μεγάλη δραστηριότητα παρουσιάζεται τότε στην Αττική, γιατί προς τα εκεί εκδηλώνεται η θρησκευτική κίνηση των ορθοδόξων. Η περίοδος δεν είναι καλά μελετημένη, όμως στην περιοχή των Μεσογείων (π.χ. Άγιος Γεώργιος στον Κουβαρά), στον Κάλαμο κ.ά. πολλές παλαιότερες εκκλησίες διασκευάζονται και τοιχογραφούνται.
Τουρκοκρατία. Την περίοδο αυτή, η γλυπτική καλλιεργείται ελάχιστα, πάντα ως βοηθητική της αρχιτεκτονικής, από λαϊκούς ανώνυμους τεχνίτες. Όσα εκκλησάκια κατασκευάζονται σε αυτά τα χρόνια είναι συνήθως μονόκλιτα και μικρά, με ξύλινη στέγη ή με τρούλο, και τα περισσότερα με ελάχιστα ανοίγματα, κυρίως παράθυρα σε τύπο πολεμίστρας και χαμηλές και στενές θύρες εισόδου. Η καλαισθησία των τεχνιτών δεν αποφεύγει την εντοίχιση αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών, τοιχογραφιών, ακόμη και κομματιών από αρχαία επιτύμβια μνημεία. Από τον 17ο-19ο αι. είναι κατάγραφα. Πολλοί τεχνίτες-ζωγράφοι φτάνουν από άλλες ελληνικές περιοχές (Γεώργιος Μάρκος) και βάζουν την προσωπική τους σφραγίδα στην τοιχογράφηση των μικρών εκκλησιών. Τα πρότυπά τους ανήκουν συχνά στην εποχή των Παλαιολόγων· με τον καιρό όμως οι μορφές των αγίων χάνουν τη βυζαντινή αυστηρότητα και τα πρόσωπα αρχίζουν να γλυκαίνουν, επηρεασμένα από τη δυτική ζωγραφική.
Γράμματα
Η αρχαία Α. δεν είναι ο χώρος όπου η ανάπτυξη των γραμμάτων πήρε εξαρχής πρωταρχική θέση. Παρότι οι αποσπασματικές αρχαίες πηγές δεν προσφέρουν πολλές πληροφορίες, είναι ωστόσο φανερό ότι η ελληνική φιλοσοφική σκέψη άνοιξε τα φτερά της στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας και στις αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας· ακόμη, ότι η υποτυπώδης έστω ιστορική συνείδηση γεννήθηκε επίσης στις ιωνικές πόλεις (Μίλητο) και ότι η ποίηση, επική και λυρική, σε άλλους ελληνικούς τόπους και όχι στην Α., γνώρισε την πρώτη άνθηση.
Στο μεγαλύτερο διάστημα της αρχαϊκής εποχής, σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο κυριαρχεί σαν ευαγγέλιο η ομηρική ποίηση. Η επίδρασή της, σπουδαία σε όλα τα κοινωνικά στρώματα έως το τέλος της αρχαιότητας, ήταν πολύ σημαντική και στα γράμματα, αλλά εντελώς ξεχωριστή στις εικαστικές τέχνες.
Η πνευματική κίνηση στην Α., όσον αφορά τον τομέα των γραμμάτων, κανονικά πρέπει να σημειώνει την παρουσία της στα χρόνια του Πεισίστρατου. Τότε, όπως είναι γνωστό, εισβάλλει πραγματικά το ιωνικό πνεύμα, χάρη στις ποικίλες σχέσεις που είχε αναπτύξει ο Πεισίστρατος με τις άλλες σπουδαίες ελληνικές πόλεις, φροντίζοντας τη γενικότερη ανάπτυξη της Α. σε όλους τους τομείς. Τότε, με δική του πρωτοβουλία, καταγράφονται τα ομηρικά έπη και παρουσιάζεται ο Θέσπις, που δίδαξε (536-533 π.Χ.) την πρώτη τραγωδία στην Α., στα Μεγάλα Διονύσια. Δεν θα έπρεπε ωστό
σο να παραλειφθεί εδώ ότι ο Τυρταίος, σπουδαίος ποιητής του 7ου αι., θεωρείται Αθηναίος, σύμφωνα με τη μεταγενέστερη αθηναϊκή παράδοση, αν και υπάρχουν γι’ αυτό σοβαρές αμφιβολίες. Η ποιητική προσφορά ενός άλλου Αθηναίου, στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., του Σόλωνα, είναι σημαντική, χωρίς μάλιστα άμεση συνέχεια στην ιστορία του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Οι Ελεγείες του, αν και διατηρήθηκαν ελάχιστα αποσπάσματα από αυτές, αποτελούν αληθινά πρωτόφαντη αυτοβιογραφική δημιουργία και συγχρόνως παρέχουν το μέσο για να πλησιάσει ο σημερινός άνθρωπος αυτή την εκπληκτική μορφή, που οι ίδιοι οι αρχαίοι την κατατάσσουν στον κύκλο των επτά Σοφών.
Η αρχή του «διαλόγου». Η τραγωδία, ένα από τα σημαντικότερα δημιουργήματα του αττικού πνεύματος, ήταν φυσικό να πάρει στα χρόνια της τυραννίας του Πεισίστρατου μεγάλη θέση, γιατί, τότε δόθηκε μεγάλη έμφαση στη λατρεία του Διόνυσου, εφόσον, ως θεός της γονιμότητας, συνδεόταν στενά με τους αγρότες και γενικά με τις λαϊκές τάξεις. Ο Πεισίστρατος, επειδή στηρίχτηκε στον αγροτικό πληθυσμό, καθιέρωσε στην Αττική τη λατρεία αυτού του θεού της βλάστησης ως επίσημη πολιτική λειτουργία.
Πολλές είναι οι απόψεις των φιλολόγων σχετικά με τη γέννηση της τραγωδίας· η σπουδαία όμως συμβολή του Θέσπη έγκειται στο γεγονός –βεβαιωμένο από τις περισσότερες αρχαίες πηγές– ότι πρώτος αυτός χρησιμοποίησε τον πρώτο υποκριτή, που συνομιλεί με τον χορό. Το γεγονός ήταν εκπληκτικό για την εξέλιξη του αττικού πνεύματος: αρχίζει, για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος, ο διάλογος, δημιούργημα καθαρά αθηναϊκό. Από τις αρχές του 5ου αι., οι πολιτικές συνθήκες της Α. οδηγούν στην εκπληκτική ανάπτυξη και την αποκορύφωση του διαλόγου. Η δραματική ποίηση φτάνει σε ανυπέρβλητο ύψος, η ιστορία γίνεται πραγματική επιστήμη, η ρητορική αναπτύσσεταισε τέχνη περιωπής και η φιλοσοφία στρέφει την προσοχή της αποκλειστικά πια στον άνθρωπο και κορυφώνεται στη μοναδική μορφή του Σωκράτη. Η πνευματική εξέλιξη στην Α., συμβαδίζοντας αρμονικά με μια άφθαστη ανάπτυξη της τέχνης, αποτελεί το εκπληκτικό επίτευγμα του χρυσού αιώνα, που άφησε ζωντανό στη μνήμη όλων των γενεών έως τις μέρες μας το πνεύμα της αρχαίας Ελλάδας.
Θα χρειαζόταν οπωσδήποτε να σημειωθεί η βασική διαφορά, που ξεχωρίζει απόλυτα τη λογοτεχνική δημιουργία στην κλασική αρχαιότητα από τη σχετική δραστηριότητα κάθε άλλης μεγάλης, παλαιότερης ή μεταγενέστερης, εποχής, έως τις μέρες μας. Ο αρχαίος Έλληνας γράφει λιτά, σχεδόν χωρίς επίθετα και περιορίζεται μονάχα στην ουσία των πραγμάτων. Καμιά προσπάθεια επιτήδευσης, κανένα περιττό στολίδι, ακόμη και στον λόγο των ρητόρων, που συχνά ήταν αναγκασμένοι να δημιουργήσουν συγκίνηση στο ακροατήριο. Αλήθειες συγκλονιστικές και τραγικές καταστάσεις εκφράζονται με αμεσότητα, που σε καμιά άλλη εποχή δεν παρατηρήθηκε. Τα πάντα, ακόμη και τα δραματικότερα σημεία, διατυπώνονται με φρεσκάδα, καθαρότητα και λιτότητα.
Η δραματική ποίηση θα φτάσει στην τελειότητα στον 5ο αι., αντλώντας τα θέματά της κυρίως από παλαιούς μύθους. Οι τρεις σπουδαιότεροι τραγικοί της εποχής είναι ο μαραθωνομάχος Αισχύλος, ο Σοφοκλής, το αηδόνι της Αθήνας, και ο Ευριπίδης, ο από σκηνής φιλόσοφος. Η κωμωδία αντιπροσωπεύεται από τον Αριστοφάνη. Τα περισσότερα έργα τους είναι άγνωστα σε μας· έχουν χαθεί. Τα ελάχιστα που έχουν σωθεί μάς δίνουν το μέτρο της αξίας των δημιουργών τους, αλλά και το μέτρο του πνευματικού επίπεδου των Αθηναίων της εποχής εκείνης, αν σκεφτούμε ότι την κρίση για την ανάδειξη του καλύτερου έργου στα Μεγάλα Διονύσια την έκαναν οι ίδιοι οι πολίτες. Η εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης, η αντίληψη για τη βαθιά δραματικότητα που ενέχει η ζωή για τον καλλιεργημένο άνθρωπο, εκφράζεται όχι μόνο στην τέχνη της εποχής, αλλά σαφέστερα στην τραγωδία. Πάνω από θεούς και ανθρώπους κυριαρχεί η μοίρα. Ο άνθρωπος πρέπει να ζήσει τη ζωή του υπεύθυνα, με αξιοπρέπεια, με συνείδηση απόλυτη έως πού μπορεί να φτάσει με τις ανθρώπινες δυνάμεις του, ώστε να μην ξεπεράσει το μέτρο, οπότε θα τον χτυπήσει ανελέητα η μοίρα, η κυρίαρχη δύναμη που βαραίνει πάνω στη ζωή των ανθρώπων, όποιοι κι αν είναι αυτοί.
Η άνθηση της τραγωδίας, ενός ανεπανάληπτου φαινομένου, προσελκύει τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής. Έτσι, ο πατέρας της ιστορίας, ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό, ο ιστορικός των Περσικών πολέμων, θα ζήσει στην Α. και θα την αγαπήσει σαν πραγματική του πατρίδα. Ο μεγαλύτερος ιστορικός της αρχαιότητας, ο Αθηναίος Θουκυδίδης, θα αναδειχτεί και σε σπουδαίο ιστοριογράφο του Πελοποννησιακού πολέμου. Είχε ζήσει ο ίδιος όλες τις φάσεις εκείνης της δραματικής εμφύλιας σύγκρουσης και σε μια φάση της μάλιστα είχε ατυχήσει ως στρατηγός. Μετά το τέλος του εξουθενωτικού για τον ελληνισμό πολέμου, εξόριστος από την αγαπημένη του πόλη, σκύβει με αφάνταστη προσοχή πάνω από τα γεγονότα προσπαθώντας με ακριβοδίκαιη κρίση να φωτίσει τις αιτίες που οδήγησαν στη σύγκρουση και περιγράφοντας με εκπληκτικό τρόπο τα γεγονότα. Ο δάσκαλος και φίλος του Περικλή Αναξαγόρας θα προβάλει τον νου ως κέντρο του κόσμου. Οι σοφιστές (Πρωταγόρας, Πρόδικος, Γοργίας κ.ά.) που ήρθαν στην Α. από άλλες ελληνικές πόλεις, έξοχοι ρήτορες και στοχαστές πάμπλουτοι σε γνώσεις, θα δίνουν απόκριση σε κάθε ερώτημα. Ελέγχοντας τα πάντα με τη δύναμη του λογικού, κρίνοντας ό,τι γινόταν γύρω τους, προετοίμαζαν τους αυριανούς πολίτες της Α. για το βήμα της Εκκλησίας του Δήμου.
Αξιοσημείωτη είναι η τελείως ιδιότυπη μορφή του Δάμωνα, του δασκάλου στη μουσική και πολιτικού συμβούλου του Περικλή, που καταγόταν από το δήμο Όα της Αττικής. Έγραψε ένα σπουδαίο έργο, που επηρέασε βαθύτατα τον ίδιο τον Πλάτωνα, ο οποίος διέσωσε στην Πολιτεία του λίγα αποσπάσματά του. Φαίνεται πως ο Δάμων είχε συλλάβει απόλυτα πόσο η μουσική μπορεί να επιδράσει στον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του ανθρώπου και το υποστήριζε θεωρητικά στο έργο του. Παραδεχόταν ακόμα πως τίποτα δεν μπορεί κανείς να παραλλάξει στο σύστημα της μουσικής, χωρίς αυτό να έχει άμεσο αντίκτυπο στο σύστημα μιας καλά οργανωμένης πολιτείας.
Ο Σωκράτης θα κηρύξει ως βάση της πνευματικής ζωής την προσπάθεια να γνωρίσει ο άνθρωπος τον εαυτό του και να ζει με δικαιοσύνη και αρετή. Δεν έγραψε ποτέ κανένα έργο. Κύρια αποστολή είχε τάξει ο ίδιος στον εαυτό του την ανύψωση του πνευματικού επίπεδου των πολιτών, γι’ αυτό επιδίωκε την καθημερινή αναστροφή μαζί τους, ακόμη και με τους απλούς πολίτες. Την πίστη στις ιδέες του την επικύρωσε με τον δραματικό του θάνατο (399 π.Χ.).
Τέλος της μεγάλης εποχής.Η καταδίκη του Σωκράτη σφραγίζει το τέλος της μεγάλης εποχής της Α., κλονισμένης, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα, από τα δεινά που άφησε πίσω του ο εμφύλιος πόλεμος. Αυτή ακριβώς η κατάσταση θα σπρώξει τον Πλάτωνα, τον έξοχο φιλόσοφο, τον αγαπημένο μαθητή του Σωκράτη, να αναζητήσει με τη σκέψη του το ιδανικό πολίτευμα, προσπαθώντας να βρει και τον άνθρωπο που θα το πραγματοποιούσε. Πιστός στη διδασκαλία του μεγάλου δασκάλου του, ο Πλάτων εξαφανίζει θεληματικά τον εαυτό του για χάρη εκείνου: στους Διαλόγους του παρουσιάζει ως κύριο πρόσωπο πάντα το Σωκράτη να αναπτύσσει τις ιδέες του. Η σχολή που ιδρύει για να διδάξει τις ιδέες του, η Ακαδημία (388 π.Χ.), δημιουργεί μια παράδοση που θα κρατήσει εννιά αιώνες. Ο Αριστοτέλης φτάνει από τα Στάγειρα στην Αθήνα δεκαεπτά χρονών και μπαίνει στη σχολή του Πλάτωνα (368 π.Χ.). Θα φύγει μετά τον θάνατο του δασκάλου, θα διδάξει στο μεταξύ τον Αλέξανδρο και θα ξαναγυρίσει στην Α. για να ιδρύσει δική του τώρα σχολή, στο Λύκειο, κοντά στον Ιλισό (335) που θα τη διευθύνει δεκατρία χρόνια.
Η ρητορική στον 4ο αι. έχει μεγάλους εκπροσώπους: τον Λυσία, τον Λυκούργο, τον Υπερείδη. Η πολιτική αβεβαιότητα, η σύγχυση των ιδεών στο δεύτερο μισό αυτού του αιώνα και γενικότερα η κατάπτωση της Α. φέρνει σε σύγκρουση δύο σπουδαίους ρήτορες: τον Ισοκράτη και τον μεγαλύτερο της αρχαιότητας, τον Δημοσθένη. Ο πρώτος θα κηρύξει την ανάγκη μιας πανελλήνιας συνεννόησης, προσβλέποντας στον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο τον Β’ ως οργανωτή της. Σε εκείνον θα απευθυνθεί με τις Επιστολές, εκδηλώνοντας την ειλικρινή πίστη στο πρόσωπό του. Ο Ισοκράτης θα γράψει τον Παναθηναϊκό και τον περίφημο Πανηγυρικό, ένα εξαίρετο κείμενο, όπου ζωγραφίζει τη δόξα της Α. στα παλαιότερα χρόνια και συμβουλεύει την ένωση των Ελλήνων, για να αναλάβουν τον αγώνα όλοι μαζί εναντίον των βαρβάρων. Ο Δημοσθένης με τους πύρινους λόγους του, Ολυνθιακούς και Φιλιππικούς, θα χτυπήσει την πολιτική του Φιλίππου, αντιδρώντας με πάθος στη γραμμή του Ισοκράτη και άλλων Αθηναίων που ακολουθούσαν την πολιτική εκείνου.
Η κλονισμένη πίστη των ανθρώπων σε κάθε αξία γεννά τη μέση κωμωδία, που διαδέχεται, τον 4ο αι., την πολιτική σάτιρα στο θέατρο και διακωμωδεί συνήθειες, σατιρίζει παλαιότερες κωμωδίες, φιλοσοφικές απόψεις και ειρωνεύεται τους παλαιούς μύθους. Λίγα αποσπάσματά της έχουν διατηρηθεί, γι’ αυτό και υπάρχει σκοτάδι γύρω από το πραγματικό της περιεχόμενο. Γενικά, σήμερα πιστεύεται ότι αποτέλεσε μεταβατική βαθμίδα από την αρχαία στη νέα κωμωδία.
Στην ιστορία, ο Ξενοφών συνεχίζει στο έργο του Ελληνικά τη διήγηση του Θουκυδίδη, φτάνοντας έως τα γεγονότα του 362 και γράφει παράλληλα πολλά άλλα έργα, ορισμένα από τα οποία έχουν μεγάλη αξία. Ως ιστορικός πάντως των ελληνικών πραγμάτων αποτελεί αχνή σκιά του Θουκυδίδη.
Κέντρο της φιλοσοφίας. Από τον 3ο αι. π.Χ. η Α. έχει να παρουσιάσει μια ακόμη νέα δημιουργία: τη νέα κωμωδία, με κύριο εκπρόσωπό της τον Μένανδρο, εισηγητή της κωμωδίας χαρακτήρων και ηθών, που άσκησε μεγάλη επίδραση και στους Ρωμαίους. Από τη Ρώμη ο τύπος αυτός της κωμωδίας πέρασε στη μεταγενέστερη Ευρώπη. Η Α. πάντως εξακολουθεί –και θα εξακολουθήσει για πολλούς αιώνες– να είναι το κοσμοπολιτικό κέντρο της φιλοσοφίας· γι’ αυτό όχι μόνον Αθηναίοι, αλλά και ξένοι στοχαστές ιδρύουν στον χώρο της σπουδαίες σχολές (Ζήνων, Επίκουρος). Σε άλλους πνευματικούς τομείς η πόλη δεν έχει πια να παρουσιάσει σπουδαίους εκπροσώπους.
Από τον 2ο αι. π.Χ. η Αθήνα έχει καταρρεύσει οικονομικά· μένει μόνο ένα ένδοξο όνομα, που φωτίζεται με τις ανταύγειες της περασμένης αίγλης, και γι’ αυτό ξεχωρίζει έως τον 6ο αι. μ.Χ. Οι φιλοσοφικές της σχολές ακμάζουν πάντα, σε σημείο ώστε πολλοί νέοι Ρωμαίοι στα χρόνια της ρωμαιοκρατίας να συρρέουν για να φοιτήσουν σε αυτές, ενώ πολλοί φιλόσοφοι από την περιφέρεια του ελληνισμού έρχονται να διδάξουν μαζί με τους Αθηναίους. Επίσης, στην Α. καταφτάνουν και πολλοί ειδωλολάτρες ή χριστιανοί νέοι για να λάβουν άρτια μόρφωση. Από τον 3ο αι. μ.Χ. υπάρχουν καθαρά χριστιανικές φιλοσοφικές σχολές στην Α. (δύο στις πλαγιές του Υμηττού) με ονομαστούς δασκάλους. Δεν είναι βέβαια τυχαίο το γεγονός ότι σε αυτές οπλίστηκαν με τις μεθόδους της ελληνικής φιλοσοφίας μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, που θεμελίωσαν την παράδοση της Ορθοδοξίας (Ωριγένης, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός κ.ά.) ή ο ρομαντικός Ιουλιανός, που θέλησε μάταια να στηρίξει την παρηκμασμένη αρχαία θρησκεία.
Κατά τη διάρκεια του 4ου αλλά και του 5ου αι. η νεοπλατωνική φιλοσοφία καλλιεργείται με ένταση στην Α. από περίφημους δασκάλους (Προαιρέσιος, Ιμέριος, Πρόκλος), έως τη στιγμή που καινούργια πνευματικά κέντρα (Κωνσταντινούπολη, Αντιόχεια, Αλεξάνδρεια κ.ά.) άρχισαν να προσελκύουν την προσοχή των νέων σπουδαστών. Ωστόσο, έως την ημέρα που το διάταγμα του Ιουστινιανού (529 μ.Χ.) έκλεισε οριστικά τα φιλοσοφικά της κέντρα, το μαγικό όραμα της Α. θα συγκινεί και θα ελκύει από μακρινές πόλεις πολλούς σπουδαστές, αλλά και σπουδαίους δασκάλους (Σιμπλίκιος από την Κιλικία, Ισίδωρος από τη Γάζα, ο τραγικός Δαμάσκιος από τη Συρία κ.ά.).
Στο εξής η Α. θα επιζήσει στη σκέψη των μορφωμένων μονάχα ως απλή μνήμη (ξαφνικά τον 7ο αι. αναφέρεται ένας μοναχός, ο Θεόδωρος Ταρσεύς, ως δάσκαλος της φιλοσοφίας). Οι ιστορικές περιπέτειες εξάλλου και οι ποικίλες θεομηνίες και οι λοιμοί που γνώρισε στους κατοπινούς αιώνες, κυριολεκτικά τη συνέτριψαν και αραίωσαν σε ανησυχητικό σημείο τον πληθυσμό της. Η αλλοτινή της φήμη τράβηξε προσκυνητή έως τον χώρο της τον μεγάλο αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ (1018), ύστερα από τις νίκες του εναντίον των Βουλγάρων. Αμφισβητείται ακόμη αν και τον 12ο ή τον 13ο αι. υπήρχε κάποια πνευματική κίνηση στον χώρο της, ύστερα από τις απελπιστικές λεπτομέρειες που δίνει για τις συνθήκες της ζωής, στις πολύτιμες Επιστολές του, ο άτυχος ρομαντικός μητροπολίτης της Μιχαήλ Χωνιάτης-Ακομινάτος, ο μεγάλος νοσταλγός της παλαιάς της αίγλης. Το μόνο θετικό είναι ότι η Α. επί πολλούς αιώνες είχε μια σειρά από αξιόλογους και μορφωμένους ιεράρχες και αρκετούς μοναχούς-αντιγραφείς αρχαίων χειρόγραφων.
Κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας οι Αθηναίοι υπέφεραν πάρα πολύ, ακόμα και για να διατηρήσουν τη γλώσσα τους, έως το 1405, όταν δούκας των Αθηνών έγινε ο Νέριο Ατσαγιόλι, που ενίσχυσε το ελληνικό στοιχείο. Στις μέρες του γεννήθηκε στην Αθήνα ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ο σημαντικός ιστορικός που θα δώσει πολλές πληροφορίες για την εποχή αυτή. Κάποια πνευματική κίνηση που αποκτά η πόλη στη φραγκοκρατία τη χρωστά κυρίως σε μορφωμένους ιεράρχες ή σε μια σειρά λόγιους ηγούμενους, μερικοί από τους οποίους ίδρυσαν και βιβλιοθήκες στις μονές της. Ο πολύς κόσμος πάντως ζει στην αμάθεια. Οι μνήμες του λαμπρού παρελθόντος διατηρούνται, πολύ θαμπά όμως, και είναι χαρακτηριστικές κάποιες γραπτές μαρτυρίες, από τις οποίες φαίνεται ότι πρόσωπα της Αγίας Γραφής, του βασικού κειμένου που γνώριζαν οι άνθρωποι σε αυτή την εποχή, είχαν συνδυαστεί με μυθικούς βασιλιάδες της Α. ή με προσωπικότητες της αρχαίας ιστορίας. Πολλά από τα περίφημα μνημεία της αρχαιότητας είχαν πάρει παράξενα ονόματα: π.χ. οι κολόνες του ναού του Ολυμπίου Διός θεωρούνταν ερείπια βασιλικού παλατιού, το μνημείο του Λυσικράτη το έλεγαν Φανάρι του Διογένη, το Ωρολόγιο του Ανδρόνικου Κυρρήστου, το γνωστό ως Αέρηδες, διδασκαλείο του Πλάτωνα, όπως διδασκαλεία ονόμαζαν τα Προπύλαια και τις σπηλιές στις πλαγιές της Ακρόπολης. Οι παραποιημένες αυτές ονομασίες αναφέρονται και σε επιστολές Αθηναίων του 16ου και 17ου αι., που συνήθως θεωρούνται μορφωμένοι της εποχής (Θεοδόσιος Ζυγομαλάς, Συμεών Καβάσιλας), αλλά και στα οδοιπορικά ορισμένων ξένων περιηγητών, που ήρθαν τον 17ο αι. στην Α. Μερικές από τις παραλλαγμένες αυτές ονομασίες διατηρούνται έως σήμερα.
Από τον 16ο αι. αρχίζει η ίδρυση ορισμένων σχολείων, στα οποία φοιτούν, όπως είναι γνωστό, κατοπινές ηγετικές προσωπικότητες της εκκλησίας. Το 1614 διδάσκειστην Α. φιλοσοφία ο αριστοτελικός φιλόσοφος Θεόφιλος ο Κορυδαλλεύς. Οι μορφωμένοι Αθηναίοι, αρχίζοντας από την αγία Φιλοθέη, μιλούν με περιφρόνηση για την πνευματική κατάσταση του λαού της Α. στην εποχή τους, επειδή δεν καταλάβαινε την αρχαία γλώσσα. Για κάποιες παρερμηνείες όμως, συνυφασμένες με μνημεία της αρχαιότητας, είναι σαφές ότι έφταιγαν και οι ίδιοι οι θεωρούμενοι σοφοί, γιατί και αυτοί αγνοούσαν για ποια ακριβώς έργα επρόκειτο. Πάντως, όσο και αν οι γνώσεις των ανθρώπων της εποχής αυτής ήταν περιορισμένες, είναι χαρακτηριστικό της ζωντάνιας του πνεύματος των Αθηναίων ότι διατήρησαν, ύστερα από ξενική κατοχή τόσων αιώνων, αδάμαστο το εθνικό φρόνημα και ακέραιη τη συνείδηση πως αποτελούν τη συνέχεια στον κρίκο μιας πολύ μακριάς αλυσίδας, που ξεκινώντας από την αρχαιότητα συνεχίστηκε από το Βυζάντιο αδιάσπαστη έως τις μέρες τους.
Η πνευματική σύγχυση γύρω από την αρχαιότητα αρχίζει να ξεκαθαρίζει από τα μέσα του 17ου αι., όταν από τους ξένους που έφταναν στην πόλη τους οι κάτοικοι μάθαιναν τις σωστές πληροφορίες για τα περασμένα και άρχισαν να ταυτίζουν σωστά τα μνημεία της πόλης. Το στοιχείο που ποτέ δεν έλειψε ήταν η θερμή προσκόλληση στα αρχαία μνημεία και ο θαυμασμός που γεννούσε η όψη και η σκέψη τους στην ψυχή των υποδούλων. Σύμβολα ενός μεγάλου παρελθόντος, θέρμαιναν στις σκοτεινές εποχές τους σκλαβωμένους.
Και πάλι πνευματικό κέντρο. Σταθμός στην πνευματική ζωή της τουρκοκρατούμενης ακόμα Α. ήταν η ίδρυση της Φιλομούσου Εταιρείας από τρεις «εκ των μάλλον μορφωμένων Αθηναίων», του Ι. Μαρμαροτούρη, του Π. Ρεβελάκη του και Αλεξ. Λογοθέτη Χωματιανού, και εταίρους «πρωτεύσαντες ξένους της Ελλάδας φίλους και τον λόρδο Γκίλφορντ». Η Εταιρεία αυτή, που υπήρξε ουσιαστικός φορέας παιδείας στην πόλη, ανέδειξε σπουδαίους δασκάλους (Δαμασκηνός Πετράκης, Διονύσιος Πυρρός κ.ά.). Οι μαθητές διδάσκονταν γραμματική, λογική, φιλοσοφία (αριστοτελική κυρίως) και μαθηματικά. Σημαντικοί δάσκαλοι αυτών των σχολών ανέδειξαν ακόμη σπουδαιότερους μαθητές.
Από τη στιγμή που η Α. γίνεται πρωτεύουσα, αρχίζει να κινείται προς αυτήν ένα πνευματικό ρεύμα από την Πόλη. Στον χώρο της έρχονται να εγκατασταθούν Φαναριώτες, όπως ονομάστηκαν οι λόγιοι αυτοί, από το Φανάρι, τη συνοικία της Πόλης όπου βρισκόταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο με τη δράση λογίων και φωτισμένων πατριαρχών, είχε ήδη αναδειχτεί σε κέντρο της πνευματικής ζωής. Αξιόλογες προσωπικότητες οι περισσότεροι, συχνά με ηγετική θέση στην κοινωνία της νέας πρωτεύουσας και με σημαντική μόρφωση, θα αποτελέσουν την Αθηναϊκή Σχολή και θα δεσπόσουν επί πενήντα χρόνια στην πνευματική ζωή, κυρίως στην ποίηση, όπου θα κυριαρχήσουν ο ρομαντισμός και η καθαρεύουσα. «Σήμερα μας απωθούν και τα δύο. Θα ήταν όμως λάθος γι’ αυτόν το λόγο να σβήσουμε πενήντα ολόκληρα χρόνια ποιητικής μας ιστορίας. Άλλωστε, παρ’ όλη την καθαρεύουσα και παρ’ όλο τον ρομαντισμό, δίπλα στους πολλούς μέτριους ή κακούς ποιητές, ξεχωρίζουν οι λίγοι, που αρθρώνουν μια γνησιότερη λυρική φωνή και κατορθώνουν κάποτε να μεταβάλουν και τον ρομαντισμό και την καθαρεύουσα σε αρετή» (Λίνος Πολίτης).
Σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της Αθηναϊκής Σχολής είναι ο Παναγιώτης Σούτσος –που ο Οδοιπόρος του θεωρείται το πρώτο γνήσιο τέκνο του ελληνικού ρομαντισμού– ο αδελφός του Αλέξανδρος, λιγότερο λυρικός, η πολύπλευρη προσωπικότητα του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, ο Γ.Χ. Ζαλοκώστας, ο Θεόδωρος Ορφανίδης, ο Στέφανος Κουμανούδης, ο εξαιρετικός επιστήμονας που ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, ο Ηλίας Τανταλίδης, που δεν έφυγε από την Πόλη, ο Ιωάννης Καρασούτσας, ο Δημοσθένης Βαλαβάνης, ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, γιος του ιστορικού, ο Σπυρίδων Βασιλειάδης και τέλος ο Αχιλλέας Παράσχος, τελευταίος εκπρόσωπος του ρομαντισμού. Τη σκυτάλη της πνευματικής εξέλιξης θα παραλάβει τώρα η λεγόμενη γενιά του 1880, με τη μεγάλη μορφή του Παλαμά στο επίκεντρό της, η οποία θα αφήσει την εξεζητημένη ρομαντική μεγαληγορία, θα ασχοληθεί με θέματα οικειότερα και θα ανανεώσει τον ποιητικό λόγο, αφού προηγουμένως αντλήσει από το ρεύμα της άλλης πνευματικής εστίας, της επτανησιακής. Από εδώ και πέρα η Αθήνα θα συγκεντρώσει σχεδόν όλες τις πνευματικές δυνάμεις της χώρας και η πνευματική της ιστορία θα ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό με την πνευματική ιστορία της Ελλάδας.
Εκκλησία της Α. Η ιστορία της Εκκλησίας της Α. αρχίζει από την αποστολική εποχή. Ιδρυτής της είναι ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος επισκέφθηκε την πόλη κατά τη δεύτερη περιοδεία του (49-52 μ.Χ.). Τα αποτελέσματα του κηρύγματος στην πόλη αυτή ήταν πενιχρά. Όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής Λουκάς (Πράξ. 17, 16 εξ.), μερικοί από τους στωικούς και επικούρειους φιλόσοφους παρεξήγησαν το κήρυγμά του. Νόμισαν ότι ο Παύλος κήρυττε για δύο νέες θεότητες, τον Ιησού και την Ανάσταση, επειδή επάνω σε αυτά στήριξε το κήρυγμά του. Παρ’ όλα αυτά με την ομιλία στον Άρειο Πάγο σχηματίστηκε ο πυρήνας της αθηναϊκής Εκκλησίας: ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, η Δάμαρις και μερικοί άλλοι. Ο Διονύσιος, που έγινε και πρώτος επίσκοπος της Α. (κατά τη μαρτυρία του ιστορικού Ευσεβίου), είχε μαρτυρικό θάνατο επί Δομιτιανού (81-96). Ύστερα από αυτόν αναφέρονται οι επίσκοποι Πούπλιος και Κοδράτος (όχι ο απολογητής).
Στους κρίσιμους σταθμούς της χριστιανοσύνης, όπως ήταν οι διωγμοί των πρώτων τριών αιώνων και η σύγκληση των οικουμενικών και τοπικών συνόδων, η Εκκλησία των Αθηνών, όπως επίσημα λέγεται, έδωσε την παρουσία της. Στους υπερασπιστές των χριστιανών, τους απολογητές, ανήκουν οι Αθηναίοι Κοδράτος, Αριστείδης και Αθηναγόρας (2ος αι. μ.Χ.). Ο Κοδράτος και ο Αριστείδης (κατά τον Ευσέβιο) έδωσαν απολογία στον αυτοκράτορα Αδριανό και ο Αθηναγόρας στους αυτοκράτορες Μάρκο Αυρήλιο και Κόμμοδο.
Στις εκατόμβες των μαρτύρων του 3ου αι. ανήκουν οι Αθηναίοι Ηράκλειος, Παυλίνος και Βενέδημος, καθώς και ο επίσκοπος Λεωνίδης, πατέρας του Ωριγένη. Σε οικουμενικές συνόδους πήραν μέρος οι επίσκοποι της Αθήνας: Πιστός στην Α’ (325), Μόδεστος στην Γ’ (431), Ιωάννης Β’ στην ΣΤ’ (680), ενώ άλλοι παρακάθισαν σε τοπικές συνόδους για τη λύση διαφορών εκκλησιαστικών θεμάτων.
Κατά τη βυζαντινή εποχή τα σύμβολα της ειδωλολατρίας σιγά−σιγά εξαφανίστηκαν από την πόλη. Αγάλματα και άλλα καλλιτεχνήματα μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Παρθενώνας και το Ερέχθειο μετατράπηκαν σε ναούς της Θεοτόκου, ο ναός του Ηφαίστου (Θησείο) λειτουργούσε ως ναός του Αγίου Γεωργίου.
Το 733 η Εκκλησία των Αθηνών αποσπάστηκε από τη δικαιοδοσία του πάπα της Ρώμης, στον οποίο υπαγόταν έως τότε και ως αυτοτελής μητρόπολη πλέον ανήκε στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Ο μητροπολίτης της Α. στα βυζαντινά χρόνια είχε τον τίτλο: Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
Δόξα της Εκκλησίας της Α. είναι ο μητροπολίτης της Μιχαήλ Χωνιάτης-Ακομινάτος (1182-1222), αδελφός του ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη και μαθητής του περίφημου αρχιεπίσκοπου Θεσσαλονίκης Ευστάθιου, που διακρινόταν για την πλούσια θεολογική και κλασική του μόρφωση, αλλά και για τη γενικότερη δράση του (βλ. λ. Ακομινάτος). Οι Φράγκοι (1204) απομάκρυναν τον Μιχαήλ Χωνιάτη και κράτησαν την πόλη χωρίς επίσκοπο 190 χρόνια· τη θέση του κατέλαβε Λατίνος αρχιεπίσκοπος. Κατάλοιπα της λατινικής κατοχής σώζονται σε χριστιανικά μνημεία της Α. Οι Λατίνοι, εξαιτίας της εμμονής του λαού στην ορθοδοξία, αναγκάστηκαν το 1395 να αποκαταστήσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία των Αθηνών. Έως το έτος 1456, που κυρίευσαν την πόλη οι Τούρκοι, αναφέρονται τέσσερις μητροπολίτες.
Η Εκκλησία της Α. κατά την τουρκοκρατία συνέχισε τη μαρτυρική πορεία της. Ο Παρθενώνας και άλλοι ναοί έγιναν τζαμιά. Πολλά μοναστήρια (Δαφνίου, Καισαριανής, Κλειστών) διατηρήθηκαν, ιδρύθηκαν όμως και νέα, όπου έβρισκαν καταφύγιο οι καταδιωχθέντες από τουςΤούρκους χριστιανοί. Οι μητροπολίτες της Α. (27 αναφέρονται σε αυτή την περίοδο) ήταν οι υπερασπιστές του υπόδουλου λαού και κακοπάθησαν μαζί του. Στους νεομάρτυρες χριστιανούς της περιόδου αυτής ξεχωριστή θέση κατέχουν δύο: η αγία Φιλοθέη η Αθηναία και ο Μιχαήλ Μπακνανάς.
Η αγία Φιλοθέη (1522-1589) ήταν Αθηναία αρχοντοπούλα από την οικογένεια των Μπενιζέλων. Με χρήματά της έχτισε το γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα (στη θέση του βρίσκεται σήμερα το μέγαρο της Αρχιεπισκοπής). Το μοναστήρι στέγαζε νοσοκομείο, γηροκομείο, ορφανοτροφείο, υφαντουργείο. Έτσι η Φιλοθέη ανακούφισε τον πόνο και έδωσε εργασία και μόρφωση σε πολλά φτωχά κορίτσια της Α. Το κοινωνικό της έργο γέννησε τις υποψίες των Τούρκων, οι οποίοι κατέστρεψαν το μοναστήρι και τη φυλάκισαν. Η Φιλοθέη βασανίστηκε και πέθανε με μαρτυρικό τρόπο. Αργότερα ανακηρύχθηκε αγία.
Ο Μιχαήλ Μπακνανάς ήταν Αθηναίος κηπουρός. Αντιμετώπισε τον αποκεφαλισμό του, στα 18 του χρόνια, με τα λόγια «κτύπα για την πίστη» που είπε στον δήμιο του, ο οποίος προσπάθησε να τον εξισλαμίσει. Σε μια κολόνα του ναού του Ολυμπίου Διός σώζεται επιγραφή, που υπενθυμίζει στον επισκέπτη το ανεξόφλητο χρέος των Αθηναίων προς αυτόν και τους λοιπούς χριστιανούς της εποχής της τουρκοκρατίας: «1771, Ιουλίου 9, απεκεφαλίσθη ο Μπακνανάς Μιχάλης».
Μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους η Εκκλησία της Α. ακολούθησε τη ζωή και τη δράση της Εκκλησίας της Ελλάδος, που έγινε αυτοκέφαλη (27 Ιουλίου 1833). Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος (1850) και ο μητροπολίτης της Α. ορίστηκε μόνιμος πρόεδρος της Ι. Συνόδου, που είναι η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος. Για την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, βλ. λ. Αθηνών, Ιερά Αρχιεπισκοπή.
Λεπτομέρεια από μελανόμορφο αττικό κρατήρα (520-510 π.Χ.). (Έθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Συρακούσες).
Η παλαιότερη σωζόμενη ελληνική επιγραφή, στο φοινικικό αλφάβητο, βρέθηκε σε μια οινοχόη του Διπύλου (Κεραμεικός) των Αθηνών και χρονολογείται από τις αρχές του 8ου αι. π.Χ. Πρόκειται για έμμετρο κείμενο που διαβάζεται από τα δεξιά προς τα αριστερά και, σε ελεύθερη απόδοση, λέει: «Αυτό να το πάρει ο πιο επιδέξιος χορευτής» (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
Η παλαιότερη σωζόμενη ελληνική επιγραφή, στο φοινικικό αλφάβητο, βρέθηκε σε μια οινοχόη του Διπύλου (Κεραμεικός) των Αθηνών και χρονολογείται από τις αρχές του 8ου αι. π.Χ. Πρόκειται για έμμετρο κείμενο που διαβάζεται από τα δεξιά προς τα αριστερά και, σε ελεύθερη απόδοση, λέει: «Αυτό να το πάρει ο πιο επιδέξιος χορευτής» (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
Προτομή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού, μεγάλου ευεργέτη της πόλης των Αθηνών (Μουσείο του Βατικανού).
Άποψη του λεκανοπεδίου της Αθήνας.
Άποψη της Αθήνας, με φόντο τον λόφο του Λυκαβηττού.
Οι Άγιοι Θεόδωροι, στη συμβολή των οδών Αριστείδου και Ευριπίδου, είναι ένα από τα αρχαιότερα βυζαντινά εκκλησάκια της Αθήνας (11ος αι.), και διακρίνεται για τη πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία του.
Η καθολική εκκλησία του Αγίου Διονυσίου στην οδό Πανεπιστημίου.
Η Ακρόπολη ήταν πάντα το σήμα κατατεθέν της πόλης της Αθήνας, αλλά και γενικότερα του ελληνικού κλασικού πολιτισμού.
Άποψη του θεάτρου του Διονύσου, ενός από τα κυριότερα αξιοθέατα της ελληνικής πρωτεύουσας.
Ο κομψός ναός της Απτέρου Νίκης στην Ακρόπολη.
Το «Βήμα» της Πνύκας. Η κορυφή του ιστορικού λόφου διαμορφώθηκε έτσι το 330-326 π.Χ., με πρωτοβουλία του ρήτορα Λυκούργου, που από το σημείο αυτό, και αντικρίζοντας την Ακρόπολη, μιλούσε στους Αθηναίους για τα μεγάλα προβλήματα εκείνης της δραματικής περιόδου. Το σχέδιο, που δεν ολοκληρώθηκε όμως, προέβλεπε να δημιουργηθεί μεγάλη πλατεία στην κορυφή του λόφου και να οικοδομηθούν δύο μεγάλες στοές για τις ανάγκες της Εκκλησίας του Δήμου (φωτ. Ν. Κοντού).
Στην Πλάκα, τη «συνοικία των θεών», οι αρχαιότητες συνυπάρχουν αρμονικά με τη σύγχρονη ζωή (φωτ. Όθωνa Τσουνάκου).
Στον αρχαιολογικό χάρτη της Αθήνας (Ι. Τραυλός, 1969), σημειώνονται οι ακριβείς θέσεις των μνημείων, των τειχών και των πυλών της αρχαίας πόλης, σε σχέση με τη σύγχρονη. Δύο χαρακτηριστικές ενότητες είναι αφενός αυτή των ανασκαφών της αρχαίας Αγοράς μαζί με τον χώρο της Ακρόπολης και τους γύρω λόφους (Πνύκα, Άρειος Πάγος, Φιλοπάππου) και τον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, και αφετέρου αυτή του Ολυμπιείου έως τον χώρο του Σταδίου. Με έντονο κόκκινο χρώμα σημειώνονται τα κτίρια και οι ναοί των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων. Με διαγράμμιση σημειώνονται τα κτίρια των ρωμαϊκών χρόνων. Με παρεστιγμένες γραμμές σημειώνονται οι θέσεις αρχαίων κτιρίων και ναών που έχουν προσδιοριστεί με την βοήθεια κειμένων αρχαίων συγγραφέων. Με κίτρινο χρώμα σημειώνονται οι κύριες οδικές αρτηρίες κατά την αρχαιότητα, που στην πλειοψηφία τους συμπίπτουν με τις σημερινές. Στο Θεμιστόκλειο τείχος ο συντάκτης του χάρτη σημείωσε τις μέχρι τότε διαπιστωμένες 13 πύλες. Το τείχος ενισχύθηκε τον 4ο αι. π.Χ. με τάφρο, περιορίστηκε προς την πλευρά της Πνύκας με το «Διατείχισμα» και διανοίχτηκαν δύο επιπλέον πύλες. Μετά την καταστροφή του ξαναχτίστηκε από τον αυτοκράτορα Βαλεριανό (4ος αι. μ.Χ.), ο οποίος περιέλαβε σε αυτό και το ανατολικό τμήμα της πόλης.
Ο Αισχύλος, ένας από τους κορυφαίους τραγικούς ποιητές της αρχαιότητας. Από το έργο του σώζονται επτά ολόκληρες τραγωδίες και εκατοντάδες αποσπάσματα.
Άποψη του Θησείου (φωτ. Όθωνα Τσουνάκου).
Η μορφή του αγωνιστή Γεωργίου Καραϊσκάκη συνδέθηκε στενά με τις επαναστατικές ενέργειες της πόλης των Αθηνών, κατά των Τούρκων.
Ο χώρος της αρχαίας Αγοράς έχει πλούσια ευρήματα (φωτ. Όθωνα Τσουνάκου).
Παρθενώνας. Ο ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολητων Αθηνών.
Προτομή του μεγάλου πολιτικού Περικλή.
Προτομή του κορυφαίου φιλοσόφου Πλάτωνα.
Μαρμάρινη προτομή του Σοφοκλή, ενός από τους τρεις κορυφαίους τραγικούς ποιητές του «Χρυσού Αιώνα».
Τετράδραχμο του 490-480 π.Χ. με τη μορφή του πολιούχου της Αθήνας.
Τετράδραχμο του 167-166 π.Χ., στο οποίο η μορφή επανέρχεται στην Αθηνά Παρθένο του Φειδία.
Αναθηματικό ανάγλυφο σκαλισμένο και από τις δύο πλευρές (αμφίγλυφο), του 410 π.Χ. (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, φωτ. Hannibal).
Το Ωδείο του Ηρώδη Αττικού (Ηρώδειο), στη ΝΔ πλαγιά του βράχου της Ακρόπολης, χρησιμοποιείται σήμερα για συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις.
Λεπτομέρεια από τον Παρθενώνα.
Άποψη του ναού του Ολυμπίου Διός, όπως σώζεται σήμερα, που θεμελιώθηκε στα χρόνια του Πεισίστρατου (6ος αι. π.Χ.) και αποπερατώθηκε το 132 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Αδριανό.
Άποψη της ρωμαϊκής Αγοράς της Αθήνας, όπως ήταν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια (φωτ. Μ. Σκιαδαρέση).
Το εσωτερικό της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, που χτίστηκε από τον φιλέλληνα αυτοκράτορα, βόρεια της ρωμαϊκής Αγοράς (φωτ. Μ. Σκιαδαρέση).
Το υδραυλικό Ωρολόγιον του Ανδρόνικου Κυρρήστου, οι γνωστοί «Αέρηδες» στην αρχή της οδού Αιόλου. Κατασκευάστηκε στα μέσα του 1ου αι. π.Χ., για να δείχνει τις ώρες και τη φορά των ανέμων (φωτ. Μ. Σκιαδαρέση).
Ο ναός της Αθηνάς και του Ηφαίστου στην Αθήνα, γνωστός κυρίως ως Θησείο.
Οι Άγιοι Θεόδωροι, κοντά στην πλατεία Κλαυθμώνος, είναι μία από τα ωραιότερες βυζαντινές εκκλησίες της Αθήνας. Χτίστηκε στα μέσα του 11ου αι.
Ο γραφικός κεντρικός δρόμος της Αγοράς της Αθήνας, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, όπως εικονίζεται από τον Ντόντγουελ (1805) (Γεννάδιος Βιβλιοθήκη, Αθήνα).
Σχέδιο της πόλης της Αθήνας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (1800).
Έργο του Ντόντγουελ, που απεικονίζει μια γραφικότατη, αλλά οριστικά πια χαμένη όψη του τοπίου της Αθήνας, με τον Ιλισό (ο οποίος έχει πια εξαφανιστεί), τον ναό του Ολυμπίου Διός (η κολόνα η οποία τώρα έχει πέσει ήταν τότε όρθια), την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό (Γεννάδιος Βιβλιοθήκη, Αθήνα)
Η «Παζαρόπορτα», όπως λεγόταν η Πύλη της Αγοράς, γνωστή στον 19ο αι. ως «Πύλη της Αθηνάς Αρχηγέτιδος», έργο του Στούαρτ-Ρέβετ (1751-53) (Γεννάδιος Βιβλιοθήκη, Αθήνα).
Η Ακαδημία Αθηνών, χαρακτηριστικό έργο του αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν, σε ιωνικό ρυθμό (1859-85). Τα αγάλματα του Σωκράτη, του Πλάτωνα, της Αθηνάς και του Απόλλωνα είναι έργα του Δρόση.
Το Πανεπιστήμιο Αθηνών, έργο νεοκλασικού ρυθμού του αρχιτέκτονα Χριστιανού Χάνσεν.
Το επιβλητικό κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, έργο δωρικού ρυθμού (1887-1903) του αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν.
Το Ζάππειο, μέγαρο εκθέσεων, αντιπροσωπευτικό κτίριο ελληνικού νεοκλασικού ρυθμού, που θεμελιώθηκε το 1874 από τον αρχιτέκτονα Φρ. Μπουλανζέ και ολοκληρώθηκε από τον Θεόφιλο Χάνσεν με δικά του σχέδια (1888).
Άποψη της Αθήνας από τον Λυκαβηττό.
Άποψη μιας παλαιότερης και χωρις αυτοκίνητα Αθήνας από τον Αρδηττό, με την Ακρόπολη και τον λόφο Φιλοπάππου στο βάθος (φωτ. Ν. Κοντού).
Το εσωτερικό του Παρθενώνα.
Τμήμα γλυπτού της δυτικής πλευράς του Παρθενώνα, που θεωρείται αριστούργημα της αρχαίας ελληνικής κλασικής γλυπτικής (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
Μαρμάρινη επιτύμβια στήλη, γνωστή ως «στήλη του αποχαιρετισμού», που φιλοτεχνήθηκε τον 4ο αι. π.Χ. (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα· φωτ. Hannibal).
Το επιτύμβιο μνημείο της Αμφαρέτης, που φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 410 π.Χ. και είναι από τα ωραιότερα αττικά επιτύμβια του 5ου αι. π.Χ.
Το μνημείο του Φιλοπάππου, που ιδρύθηκε από τους Αθηναίους μεταξύ 114-116 μ.Χ. προς τιμήν του φιλαθηναίου Σύρου Φιλοπάππου, εγγονού του Αντίοχου του Επιφανούς, που είχε ζήσει εξόριστος στην Αθήνα.
Η μονή των Καπουκίνων, έργο του Στούαρτ-Ρέβετ, που είχε ιδρυθεί το 1669 και ενσωμάτωσε το μνημείο του Λυσικράτη (Γεννάδιος Βιβλιοθήκη, Αθήνα).
«Η Αθήνα το 1810», πίνακας του Γερμανού ζωγράφου Χομπχάουζε, που απεικονίζει την ελληνική πρωτεύουσα στις αρχές του 19ου αι.
Λεπτομέρεια από ψηφιδωτό βασιλικής του 5ου αι. μ.Χ., η οποία ήταν χτισμένη στον Ιλισό, κοντά στον ναό του Ολυμπίου Διός (Βυζαντινό Μουσείο).
Η πολιορκία της Ακρόπολης της Αθήνας (Αύγουστος 1826 - 24 Μαΐου 1827), όπως την εικονίζει ο λαϊκός ζωγράφος Παναγιώτης Ζωγράφος.
Τα Παλιά Ανάκτορα, χαρακτηριστικό κτίριο της αρχιτεκτονικής της οθωνικής περιόδου, έργο του αρχιτέκτονα Γκέρτνερ (1836-40), όπου σήμερα στεγάζεται η Βουλή. Μπροστά βρίσκεται το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη.
Ο περίφημος πρωτοαττικός «αμφορεύς του Πειραιώς», μεγάλο επιτύμβιο αγγείο (ύψους 1,08 μ.) με κωνικό πόδι, χαρακτηριστικό δείγμα της πρωτοαττικής αγγειογραφίας, που χρονολογείται γύρω στο 630 π.Χ. (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα· φωτ. Hannibal).
Μελανόμορφος αττικός αμφορέας, που χρονολογείται γύρω στο 530 π.Χ. και απεικονίζει τον ηλικιωμένο Διόνυσο με το χαρακτηριστικό του αγγείο, τον κάνθαρο, και δύο Μαινάδες.
Εξαίρετο κεφάλι από μαρμάρινο άγαλμα νέου, γνωστό ως «ξανθός έφηβος», που χρονολογείται γύρω στο 480 π.Χ. και θεωρείται αληθινό αριστούργημα της αρχαίας ελληνικής τέχνης (Μουσείο Ακρόπολης, Αθήνα).
Πλάκα από τη ζωφόρο του Παρθενώνα.
Επιτύμβιο του Δεξίλεω, από το οικογενειακό μνημείο, στην «Οδό των τάφων», του Κεραμεικού, χαρακτηριστικό έργο της νέας τάσης της αττικής πλαστικής στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. (Μουσείο Κεραμεικού, Αθήνα· φωτ. Ν. Κοντού).
Το μνημείο του Λυσικράτους, έργο του 334 π.Χ., το μόνο διατηρημένο χορηγικό μνημείο της αρχαιότητας.
Λεπτομέρεια λευκής ληκύθου του λεγόμενου «ζωγράφου των Καλαμών», με τη χαρακτηριστική μορφή του νεκρού πολεμιστή, που χρονολογείται τον 5ο αι. π.Χ. (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
Αναθηματικό ανάγλυφο του 4ου αι. π.Χ., σε σχήμα σπηλιάς, που βρέθηκε στο σπήλαιο του Πανός στην Πεντέλη (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, φωτ. Ηannibal).
Λεπτομέρεια πρωτότυπης τοιχογραφίας «Ο Χριστός εν δόξη», κεντρικό θέμα στην παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας, που χρονολογείται τον 13ο αι. και βρίσκεται στον ναό του Αγίου Γεωργίου στα Καλύβια του Κουβαρά της Αττικής (φωτ. Φ. Ζαχαρίου).
Ο Άγιος Ελευθέριος, δίπλα στη Μητρόπολη, εκκλησία γνωστή και ως Παναγία Γοργοεπήκοος, είναι το κομψότερο βυζαντινό μνημείο της Αθήνας και χρονολογείται τον 12ο αι.
Η αγγλικανική εκκλησία του Αγίου Παύλου, στο τέρμα της οδού Φιλελλήνων, έργο του αρχιτέκτονα Σταματίου Κλεάνθη.
Η εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα στους πρόποδες της Ακρόπολης, που έχει χτιστεί τον 14ο αι.
Ο ναός των Αγίων Αποστόλων, στον χώρο της αρχαίας Αγοράς, ένα από τα σπουδαιότερα χριστιανικά μνημεία της Αθήνας. Πιστεύεται ότι χτίστηκε στις αρχές του 11ου αι., πάνω σε ένα νυμφαίο του 2ου αι.
Φωτογραφία της Αθήνας από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Απρίλιο του 1998, από ύψος 248 χλμ. (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Dictionary of Greek. 2013.